μυαλό
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυαλό | τα | μυαλά |
γενική | του | μυαλού | των | μυαλών |
αιτιατική | το | μυαλό | τα | μυαλά |
κλητική | μυαλό | μυαλά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μυαλό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυαλόν < μυαλός < ελληνιστική κοινή μυαλός < αρχαία ελληνική μυελός[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /mɲaˈlo/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυα‐λό
Ουσιαστικό
μυαλό ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) η φαιά ουσία μέσα στο κρανίο ανθρώπων και ζώων
- το νοητικό και ψυχοπνευματικό κέντρο των ζώντων οργανισμών
- το αποτέλεσμα της εγκεφαλικής λειτουργίας, ένας εγκέφαλος σε λειτουργία, η νοητική και βιωματική (εκ των έσω) απόδοση του εγκεφάλου
- ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος
- ※ Η κόρη σας είναι εξαίρετο μυαλό. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
- η ψυχή καθώς ελέγχει τον εγκέφαλο
- το μυαλό ως έδεσμα
Συνώνυμα
Εκφράσεις
Παράγωγα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μυαλό
Αναφορές
- ↑ μυαλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μυαλό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνίζηση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)