Κατηγορία:Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Αντίστροφο λεξικό ««« |
Αναζητήστε με το πρότυπο {{list2}}
λήμματα (αλλά όχι κλιτικούς και ρηματικούς τύπους) για τα αρχαία ελληνικά και την ελληνιστική κοινή
Π.χ. {{list2|ῦνδα||grc}}
(η δεύτερη παράμετρος κενή) εμφανίζει
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ῦνδα» (αρχαία ελληνικά)
Σελίδες στην κατηγορία "Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 14.897 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ω
- μεσῶ
- εἴσω
- γεισῶ
- ὀπίσω
- ἐξοπίσω
- πρόσω
- θαρσῶ
- χερσῶ
- -σσω
- θαάσσω
- θάσσω
- μαλθάσσω
- μαλάσσω
- ψαλάσσω
- ἀλλάσσω
- διαλλάσσω
- συνδιαλλάσσω
- ἐναλλάσσω
- ἐξαλλάσσω
- ἀπαλλάσσω
- καταλλάσσω
- μεταλλάσσω
- ἀνταλλάσσω
- πλάσσω
- διαφυλάσσω
- μάσσω
- ἱμάσσω
- αἱμάσσω
- φαρμάσσω
- νάσσω
- ἐπιπάσσω
- ῥάσσω
- ἀράσσω
- κατασπαράσσω
- προσαράσσω
- ἀναταράσσω
- καταταράσσω
- χαράσσω
- διαχαράσσω
- παραχαράσσω
- περιχαράσσω
- βράσσω
- πράσσω
- ἀντιπράσσω
- φράσσω
- παραφράσσω
- περιφράσσω
- τάσσω
- παρατάσσω
- ἐπιτάσσω
- ἐντάσσω
- ἀποτάσσω
- προτάσσω
- ἀηθέσσω
- πέσσω
- ἐρέσσω
- πυρέσσω
- βήσσω
- πήσσω
- ῥήσσω
- πρήσσω
- ἀΐσσω
- μειλίσσω
- τυλίσσω
- φοινίσσω
- λεύσσω
- βδελύσσω
- ἀμύσσω
- σκαρδαμύσσω
- νύσσω
- καρύσσω
- κηρύσσω
- διακηρύσσω
- ὀρύσσω
- πτύσσω
- καρδιώσσω
- κλώσσω
- ἀγρώσσω
- πτώσσω
- φώσσω
- χρυσῶ
- φυσῶ
- τώ
- τῶ
- τῷ
- ἀεροβατῶ
- αἰθεροβατῶ
- ἀκροβατῶ
- ὑδατῶ
- ἀποκάτω
- ἰχνηλατῶ
- σφυρηλατῶ
- ἀκροκυματῶ
- θανατῶ
- ἀδυνατῶ
- πατῶ
- ἀκρατῶ
- κατακρατῶ
- θαλασσοκρατῶ
- ὀργῆς κρατῶ
- ἀγχοτάτω
- ἐμπεριστατῶ
- χοροστατῶ
- ἀθετῶ
- ἀθλοθετῶ
- ἀγωνοθετῶ
- πετῶ
- ὑπηρετῶ
- συνυπηρετῶ
- ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω
- ἀμφισβητῶ
- ζήτω
- ζητῶ
- καταζητῶ
- ἀκινητῶ
- τητῶ
- αἰτῶ
- ἐξαιτῶ
- ἐπιφοιτῶ
- συμφοιτῶ
- Ἀλφιτώ
- ἀγανακτῶ
- πυρακτῶ
- μειονεκτῶ
- τίκτω
- ὀκτώ
- συναντῶ
- συναπαντῶ
- καταντῶ
- κατακεντῶ
- σκοτῶ
- ὁρκωμοτῶ
- ἅπτω
- βάπτω
- ἐμβάπτω
- δάπτω
- θάπτω
- ἰάπτω
- κάπτω
- ἐκσκάπτω
- ὑποσκάπτω
- λάπτω
- βλάπτω
- κολάπτω
- ἐκκολάπτω
- ἀνάπτω
- ἐξάπτω
- ὑπάπτω
- ῥάπτω
- περιρράπτω
- ὑφάπτω
- χαλέπτω
- ἀβλεπτῶ
- συναβλεπτῶ
- ἐπαβλεπτῶ
- πέπτω
- σκήπτω
- κατασκήπτω
- ἐνισκήπτω
- ἐνσκήπτω
- ἀκαταληπτῶ
- νίπτω
- παραπίπτω
- ἀντιπίπτω
- ὑποπίπτω
- εἰσπίπτω
- προσπίπτω
- ῥίπτω
- ἐγχρίπτω
- κάμπτω
- γνάμπτω
- χρίμπτω
- ἐγχρίμπτω
- ὄπτω
- κόπτω
- κατακόπτω
- ἐγκόπτω
- ἀντικόπτω
- προκόπτω
- μάρπτω
- ἐγκύπτω
- προκύπτω
- ἐκκαλύπτω
- διαθρύπτω
- κρύπτω
- ἀποκρύπτω
- τύπτω
- σκώπτω
- προσαρτῶ
- ἀλαστῶ
- ἀβλαστῶ
- θαυμαστῶ
- εὐαρεστῶ
- πρωταγωνιστῶ
- ἐφιστῶ
- συνδιαλάττω
- μαλάττω
- σταλάττω
- ψαλάττω
- ἀλλάττω