Φωσφολιπίδια
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τα φωσφολιπίδια είναι οργανικές ενώσεις που μαζί με τα ουδέτερα λίπη και τα στεροειδή αποτελούν τις βασικές κατηγορίες των λιπιδίων.Τα φωσφολιπίδια είναι µια κατηγορία λιπιδίων που παρουσιάζει ποικιλία δοµών. Η σύνθεση των φωσφολιπιδίων απαιτεί ενεργοποιημένο ενδιάμεσο.[1]
Τα περισσότερο διαδεδομένα φωσφολιπίδια αποτελούν ενώσεις από ένα μόριο γλυκερόλης, δύο μόρια λιπαρών οξέων, ένα μόριο φωσφορικού οξέος και ένα μόριο ακόμη, μικρότερο, καλούμενο γενικά πολικό μόριο.[2]
Τα πιο συνηθισµένα φωσφολιπίδια έχουν έναν κορµό γλυκερόλης και ονοµάζονται ειδικότερα γλυκεροφωσφολιπίδια ή φωσφογλυκερίδια. Το απλούστερο γλυκεροφωσφολιπίδιο έχει µια φωσφορική οµάδα στην ακραία θέση της γλυκερόλης και από µια ακυλοµάδα στις άλλες δυο θέσεις. Ονοµάζεται φωσφατιδικό οξύ και είναι η μητρική ένωση των υπόλοιπων γλυκεροφωσφολιπιδίων.
Οι αλκοόλες που συναντάµε συχνότερα στα γλυκεροφωσφολιπίδια είναι η χολίνη, η αιθανολαμίνη, η ινοσιτόλη και η σερίνη. Τα αντίστοιχα γλυκεροφωσφολιπίδια ονομάζονται φωσφατιδυλοχολίνη, φωσφατιδυλοαιθανολαµίνη, φωσφατιδυλοϊνοσιτόλη και φωσφατιδυλοσερίνη.
Κυριότερο φωσφολιπίδιο είναι η λεκιθίνη που ως πολικό μόριο φέρει μια αζωτούχο βάση, τη χολίνη.
Βιολογικός ρόλος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα φωσφολιπίδια αποτελούν το δομικό υλικό της κυτταρικής ή πλασματικής μεμβράνης των οποίων η χημική συμπεριφορά τους παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των κυττάρων γενικότερα. Συγκεκριμένα η αρχή (κεφαλή) του μορίου των φωσφολιπιδίων είναι υδρόφιλη, ενώ αντίθετα το τέλος του μορίου τους, (η ουρά), είναι υδρόφοβη. Αυτό έχει ως συνέπεια όταν φωσφολιπίδια βρεθούν μέσα στο νερό να δημιουργούν στην επιφάνειά του ένα στρώμα (μορίων) του οποίου οι μεν κεφαλές βρίσκονται μέσα στο νερό, ενώ οι υδρόφοβες ουρές να βρίσκονται έξω από το νερό.
Επειδή όμως τα κύτταρα αφενός μεν περιέχουν υδατικό περιβάλλον και αφετέρου βρίσκονται τα ίδια (εξωτερικά) μέσα σε υδατικό επίσης περιβάλλον (μεσοκυττάριο υγρό), τα φωσφολιπίδια που συγκροτούν την πλασματική μεμβράνη, δημιουργούν εκ της συμπεριφοράς τους αυτής μία διπλοστιβάδα, της οποίας οι μεν υδρόφιλες κεφαλές (των φωσφολιπιδίων) να στρέφονται προς το εσωκυττάριο και εξωκυττάριο περιβάλλον, αμφότερα υδατικά, οι δε ουρές των μορίων τους να αλληλοπροσεγγίζονται στενά, κρυπτόμενες έτσι, στο εσωτερικό της διπλοστιβάδας, σε μια δημιουργούμενη εκ των πραγμάτων, σταθερή δομή.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ J. M. Berg· J. L. Tymoczko· G. J. Gatto· L. Stryer (2015). Βιοχημεία. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 788.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ http://www2.biology.uoc.gr/courses/BIO114_BioximiaII/documents/K12.pdf Αρχειοθετήθηκε 2018-09-21 στο Wayback Machine. Σελίδα 9.