Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σιλό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σιλό για αποθήκευση δημητριακών στην Ισπανία

Τα σιλό είναι κατασκευές που χρησιμοποιούνται για την τροφοδοσία (φόρτωση, εκφόρτωση) και την αποθήκευση χύδην στερεών υλικών.

Μεταλλικό σιλό για αποθήκευση χαλικιού στη Γερμανία

Αρχαιολογικά ερείπια και αρχαία κείμενα δείχνουν ότι τα σιλό χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελλάδα μέχρι και τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Ο όρος "σιλό" είναι δάνειο της ελληνικής λέξης "σιρός", δηλαδή δοχείο ή λάκκος για φύλαξη σιτηρών.[1][2][3] Έχουν διατυπωθεί και απόψεις περί αναγωγής του στο βασκικό zilo (δηλ. τρύπα) ή και σε κέλτικη λέξη με σημασία "σπόρος φυτού", αλλά καμία πρόταση δεν έχει μέχρι τώρα επιβεβαιωθεί.[4]

Σιλό χρησιμοποιούνται στη γεωργία για την αποθήκευση σιτηρών (βλέπε φορτίο δημητριακών) ή χύμα ζωοτροφών που έχουν υποστεί ζύμωση (γνωστή ως ενσίρωση). Τα σιλό χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση σπόρων, κονιορτοποιημένου άνθρακα, τσιμέντου, αιθάλης, άμμου, λιπασμάτων και γενικά οποιονδήποτε τεχνικών, οικοδομικών, χημικών προϊόντων ή προϊόντων διατροφής σε στερεά τεμαχισμένη μορφή και σε μορφή σκόνης.

Η διαστασιολόγηση των σιλό, και ιδιαίτερα η διαμόρφωση των τμημάτων εκφόρτωσης, γίνεται με βάση ειδικευμένες αρχές σχεδιασμού ανάλογα με τις συνθήκες λειτουργίας και το είδος του στερεού για το οποίο θα χρησιμοποιηθούν, ενώ ο μηχανικός σχεδιασμός αντοχής για μεταλλικά σιλό καλύπτεται από διάφορους κώδικες και προδιαγραφές, όπως ο ευρωκώδικας-3, τμήμα 4-1.

  1. Dwayne R. Buxton, Silage science and technology, American Society of Agronomy, Inc., 2003, p.1
  2. William Shurtleff, Akiko Aoyagi, History of Soybeans and Soyfoods in Canada (1831–2010), Soyinfo Center, 2010, p.36
  3. σιρός, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, on Perseus
  4. Γ. Μπαμπινιώτη: Ετυμολογικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας (2009)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Silos στο Wikimedia Commons
  • Λεξιλογικός ορισμός του σιλό στο Βικιλεξικό
  • Λεξιλογικός ορισμός του σιρός στο Βικιλεξικό