Πολιορκία του Πριβά
Η πολιορκία του Πριβά | |||
---|---|---|---|
Η πολιορκία του Πριβά, πίνακας του Νικολά Πρεβό, 1640 | |||
Χρονολογία | 1629 | ||
Τόπος | Πριβά στο νομό Αρντές, Ωβέρνη-Ρον-Αλπ | ||
Έκβαση | Βασιλική νίκη | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
|
Η πολιορκία του Πριβά ήταν μια στρατιωτική επιχείρηση που οργάνωσαν το 1629 ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΓ' και ο καρδινάλιος Ρισελιέ για να τερματίσουν τις εξεγέρσεις των Ουγενότων στο νότο της Γαλλίας μετά τη νίκη κατά των Προτεσταντών κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λα Ροσέλ.
Ήταν ένα από τα τελευταία γεγονότα των εξεγέρσεων των Ουγενότων (1621-1629).
Το πολιτικό πλαίσιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1560, ο Προτεσταντισμός είχε εισχωρήσει βαθιά στο Πριβά. Το 1598, σύμφωνα με το διάταγμα της Νάντης, η πόλη ορίσθηκε ως επίσημος «τόπος ασφάλειας» για τους Ουγενότους και κέντρο του Προτεσταντισμού στην περιοχή. Ήδη, λοιπόν, απειλούσε την εξουσία του βασιλιά, καθώς ήταν η πρωτεύουσα μιας προτεσταντικής περιοχής που σχημάτιζε σχεδόν «ένα κράτος μέσα στο κράτος».[1]
Την επικείμενη μοίρα του Πριβά επιδείνωσε μια τοπική εξέγερση που προκλήθηκε από ένα ειδύλλιο. Ο γάμος της κόρης του βαρόνου του Πριβά, η Πωλ Σαμπώ, παντρεύτηκε έναν Καθολικό, τον βαρόνο του Λεστράνζ, (ενώ η πόλη προτιμούσε για σύζυγό της έναν ηγέτη των Προτεσταντών, τον άρχοντα του Μπριζόν για να διατηρηθεί ο έλεγχος και η προτεσταντική ταυτότητα του Πριβά), γεγονός που προκάλεσε εξέγερση των Ουγενότων και άρχισε ο λεγόμενος «πόλεμος των εραστών», που μαίνονταν στην περιοχή ανάμεσα στους Καθολικούς και τους Ουγενότους.
Μετά τη βασιλική νίκη και καταστροφική συνθηκολόγηση του σημαντικού προτεσταντικού οχυρού της Λα Ροσέλ το 1628, ο Λουδοβίκος ΙΓ' κινήθηκε στη συνέχεια για να εξαλείψει την υπόλοιπη αντίσταση των Ουγενότων στη νότια Γαλλία.[2] Με τις πόλεις Αλές και Αντύζ, το Πριβά ήταν στο κέντρο μιας σειράς προτεσταντικών πυρήνων στο Λανγκεντόκ, οι οποίοι εκτείνονταν από τις πόλεις Νιμ και Υζέ στα ανατολικά, έως τις Καστρ και Μοντωμπάν στα δυτικά. [3]Το Πριβά, προτεσταντικό προπύργιο, επιλέχθηκε ως στρατηγικός στόχος αλλά και λόγω των προαναφερθέντων συρράξεων στην περιοχή του. Η πτώση του θα έσπαζε μια σειρά από άμυνες των Ουγενότων και θα αποσυνέδεε τα σημαντικά τους κέντρα της Νιμ και του Μοντωμπάν. Την πόλη υπερασπίστηκε ο Αλεξάντρ ντυ Πουί, μαρκήσιος του Μονμπράν, ένας αρχηγός Προτεστάντης από το Μονμπράν-λε-Μπαιν στο Ντωφινέ, που δραστηριοποιούνταν ήδη στο Μοντωμπάν από το 1621.
Η πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Πριβά κατελήφθη στις 28 Μαΐου 1629 μετά από πολιορκία 15 ημερών, κατά την οποία ήταν παρόντες ο καρδινάλιος Ρισελιέ και ο ίδιος ο Λουδοβίκος ΙΓ'. Αφού εγκατέστησαν την έδρα τους αντίστοιχα ανατολικά και νότια του Πριβά, πολιόρκησαν την πόλη με 20.000 βασιλικούς στρατιώτες. Ενισχύσεις από όλο το Λανγκεντόκ είχαν προστεθεί στο στρατό του Πριβά, αποτελούμενο από 800 άνδρες, ώστε η πόλη να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο εναντίον των δυνάμεων του βασιλιά, προκειμένου οι Ουγενότοι να αποκτήσουν τον απαραίτητο χρόνο για να οργανωθεί καλύτερα η προτεσταντική εξέγερση στο Νότο. Ο βασιλιάς διέταξε τότε τα στρατεύματά του να φτάσουν επιτόπου, προσφέροντας 100.000 κορώνες στον μαρκήσιο του Μονμπράν για να παραδοθεί. Όταν αυτός αρνήθηκε, ο βασιλιάς εξοργισμένος ορκίστηκε ότι «η τιμωρία θα είναι τόσο αυστηρή, ώστε να τη θυμούνται για πάντα».
Μετά από 15 ημέρες πολιορκίας, κατά την οποία οι συνολικά 3.000 υπερασπιστές της πόλης αντιστάθηκαν γενναία στο βασιλικό στρατό, η πόλη αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 28 Μαΐου 1629. Η πλειοψηφία των γυναικών και των παιδιών κατέφυγαν στα βουνά των Μπουτιέρ. Το Πριβά κατελήφθη και οι μαχητές του, οι οποίοι είχαν κλειστεί στο φρούριο, παραδόθηκαν, αλλά ορισμένοι προσπάθησαν να αντιταχθούν στα βασιλικά στρατεύματα, γεγονός που οδήγησε σε μαζική σφαγή. Όσοι επέζησαν, περισσότεροι από διακόσιοι, απαγχονίστηκαν ή καταδικάστηκαν στα κάτεργα. Η πόλη καταστράφηκε από λεηλασίες και πυρπόληση.[4]
Σε επιστολή προς τη βασίλισσα Άννα της Αυστρίας, ο καρδινάλιος Ρισελιέ ανέφερε την καταστροφή με διατύπωση που ελαχιστοποιούσε την ενεργό ευθύνη των βασιλικών καθολικών δυνάμεων:
Δεν υπήρχε πρόθεση να παραδώσουμε τον τόπο στη λεηλασία, αλλά τη νύχτα αυτό το πλάνο εγκαταλείφθηκε, καθώς οι πύλες άνοιξαν και οι στρατιώτες εισήλθαν σε πλήθη για να λεηλατήσουν. Ελήφθη κάθε μέριμνα για να αποφευχθεί η πυρπόληση της πόλης, αλλά ούτε ένα σπίτι δεν ξέφυγε από τις φλόγες. Δόθηκαν διαταγές για να εμποδιστούν οι στρατιώτες να επιτεθούν στους υπερασπιστές του φρουρίου, αλλά αυτοί βίαια εξετέθησαν στην καταστροφή, πηδώντας από τις οχυρώσεις τους και εξαγριώνοντας τους στρατιώτες εναντίον τους και με τις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να επιτεθούν στους οπαδούς του βασιλιά, κατέστρεψαν τον εαυτό τους.
— Επιστολή του Ρισελιέ στη βασίλισσα. Πριβά, 30 Μαΐου 1629. [5]
Ένα κορίτσι που διέφυγε από τη σφαγή υιοθετήθηκε από τον Ρισελιέ και αποκαλέστηκε «Η τυχερή του Πριβά».
Επακόλουθα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την καταστροφή του Πριβά, το Αλές έπεσε μετά από σύντομη πολιορκία τον Ιούνιο του 1629. Οι υπόλοιπες πόλεις των Ουγενότων σύντομα υποτάχθηκαν και τελικά το Μοντωμπάν παραδόθηκε μετά από μια σύντομη πολιορκία υπό την ηγεσία του Μπασομπιέρ.
Αυτές οι τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των εξεγερμένων Ουγενότων ακολουθήθηκαν από την ειρήνη του Αλές (27 Σεπτεμβρίου 1629), η οποία διευθέτησε την κατάσταση διασφαλίζοντας την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και της δικαστικής προστασίας των Ουγενότων, απαιτώντας όμως την καταστροφή των οχυρών των Ουγενότων καθώς και την απαγόρευση των πολιτικών τους συνελεύσεων.[6]
Το 1640, ο Ρισελιέ ανέθεσε στο ζωγράφο Νικολά Πρεβό να ζωγραφίσει την πολιορκία, με βάση ένα χαρακτικό του Αβραάμ Μπος. Ο πίνακας βρίσκεται τώρα στον πύργο του Ρισελιέ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . «le-siege-de-privas». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Αυγούστου 2018.
- ↑ Rebels and Rulers, 1500-1660: Provincial rebellion by Pérez Zagorín p.18
- ↑ Siege Warfare: The Fortress in the Early Modern World 1494-1660 p.121
- ↑ . «History of the Huguenots: from 1598 to 1838 William S. Browning».
- ↑ . «books.google».
- ↑ Religion and royal justice in early modern France by Diane Claire Margolf p.19