Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου
La Mort de Sardanapale
ΟνομασίαΟ θάνατος του Σαρδανάπαλου
La Mort de Sardanapale
ΔημιουργόςQ33477
Έτος δημιουργίας1827-28
ΕίδοςΕλαιογραφία σε καμβά
Ύψος395 εκατοστά
Πλάτος495 εκατοστά
ΠόληΠαρίσι
ΜουσείοΜουσείο του Λούβρου
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου (γαλλικά: La Mort de Sardanapale) είναι πίνακας ζωγραφικής του Γάλλου ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντελακρουά ζωγράφισε τον πίνακα αυτό για την έκθεση του 1827/28 στο Σαλόνι του Παρισιού (γαλλ. Salon de Paris). Στόχος του ήταν να προκαλέσει, κάτι που κατάφερε με τόσο μεγάλη επιτυχία, που για τα επόμενα πέντε χρόνια τον απέφευγαν όλοι και δεν έβρισκε κανέναν αγοραστή για τα έργα του. Το κοινό της εποχής του δεν ήταν έτοιμο για να δεχτεί αυτό το έργο. Αν και τελικά κατάφερε να ξανακερδίσει το κοινό με το έργο του Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό, ο πίνακας ετούτος έμεινε απούλητος μέχρι το 1846. Αγοραστής ήταν κάποιος Εγγλέζος. Ο πίνακας ξανά αγοράστηκε το 1921 από το Μουσείο του Λούβρου, όπου φιλοξενείται μέχρι σήμερα. Ο Ντελακρουά κατασκεύασε και ένα αντίγραφο μικρότερων διαστάσεων.

Ο πίνακας έχει για θέμα του τον μύθο του βασιλιά της Ασσυρίας Σαρδανάπαλου, ενώ εικονίζει την σκηνή του μοιραίου τέλους του.[1] Ο Σαρδανάπαλος αφού υπερασπίστηκε γενναία την πόλη του, υπέκυψε όταν ο Ευφράτης ξαφνικά ξεχύλησε και κατέστρεψε τα τείχη. Βρισκόμαστε σε ένα πολυτελές ανατολίτικο δώμα με θησαυρούς, στο οποίο κυριαρχεί το χάος. Ο Σαρδανάπαλος στην πολυτελή κλίνη του με απάθεια γίνεται αυτόπτης μάρτυς του φονικού. Υπηρέτες δολοφονούν τις γυμνές γυναίκες του χαρεμιού. Ο οινοχόος του στο πλάι του προσφέρει μια κανάτα που περιέχει θανατηφόρο δηλητήριο για να αυτοκτονήσει. Ένας άλλος υπηρέτης θυσιάζει ένα περήφανο άλογο που είναι στολισμένο με πολύτιμους λίθους.

  1. Γιουβενάλης, Σατιρικά Χ
  • Rose-Marie Hagen, Rainer Hagen: Bildbefragungen – Meisterwerke im Detail. Taschen, Köln 1994.