Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιταλικός Πόλεμος (1521–1526)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιταλικός πόλεμος του 1521–1526
Ιταλικοί Πόλεμοι (1494-1559)
Η μάχη της Παβίας, αγνώστου Φλαμανδού καλλιτέχνη (16ος αιώνας)
Χρονολογία1521-1526
ΤόποςΙταλία, Γαλλία και Ισπανία
ΈκβασηΝίκη των Αψβούργων
Αντιμαχόμενοι

Ο Ιταλικός πόλεμος του 1521–1526, αναφέρεται και ως Έκτος Ιταλικός πόλεμος, ήταν μέρος του ευρύτερου πλαισίου των Ιταλικών πολέμων του 1494-1559.

Αντιμέτωποι βρέθηκαν ο Φραγκίσκος Α' της Γαλλίας και οι σύμμαχοί του Βασίλειο της Ναβάρρας και Δημοκρατία της Βενετίας κατά του συνασπισμού του αυτοκράτορα Καρόλου Ε', του Ερρίκου Η' της Αγγλίας, και των Παπικών κρατών.[1]

Ο πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα των εντάσεων λόγω της εκλογής του Καρόλου Ε' στον αυτοκρατορικό θρόνο το 1519, αλλά και της ανάγκης συμμαχίας του Πάπα Λέοντα Ι' με τον αυτοκράτορα για να αντιμετωπίσει την άνοδο του Λουθηρανισμού.[2]

Ευρωπαϊκές κτήσεις του Καρόλου Ε' το 1519

Μετά την εκλογή του Καρόλου Κουίντου αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1519, η Γαλλία βρέθηκε περικυκλωμένη από τα κράτη των Αψβούργων, οι οποίοι κατείχαν την Ισπανία, την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τις Κάτω Χώρες και το Βασίλειο της Νάπολης.

Ένας από τους στόχους του νέου αυτοκράτορα ήταν η κατάληψη του δουκάτου της Βουργουνδίας, στο οποίο θεωρούσε ότι είχε κληρονομικά δικαιώματα.

Επιπλέον, ο ίδιος ο Φραγκίσκος Α' ήταν υποψήφιος για τον αυτοκρατορικό θρόνο αλλά, παρόλο που και οι δύο δωροδόκησαν τους επτά εκλέκτορες Γερμανούς πρίγκιπες, εξελέγη ο Κάρολος. Αυτό οδήγησε σε μια προσωπική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο μοναρχών, που εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις του 16ου αιώνα.

Οι συγκρούσεις δεν περιορίσθηκαν πλέον στην Ιταλία, η οποία όμως παρέμεινε ένα από τα κύρια πεδία μάχης.[3]

Ο Κάρολος Κουίντος κατά την εκλογή του (1519).

Ο πόλεμος ξέσπασε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη στα τέλη του 1521, όταν οι Γάλλοι εισήλθαν στη Ναβάρρα και προσπάθησαν να ανακτήσουν το βασίλειο της Ναβάρρας και συγχρόνως τα γαλλικά στρατεύματα εισέβαλαν στις Κάτω Χώρες. Ο ισπανικός στρατός απώθησε τους Γάλλους πίσω στα Πυρηναία και άλλες αυτοκρατορικές δυνάμεις επιτέθηκαν στη βόρεια Γαλλία, όπου απέκρουσαν τη γαλλική εισβολή.[4]

Ο Πάπας Λέων Ι', ο αυτοκράτορας Κάρολος και ο Ερρίκος Η' υπέγραψαν τότε μια επίσημη συμμαχία εναντίον της Γαλλίας και οι εχθροπραξίες μεταφέρθηκαν στην Ιταλική χερσόνησο. Στη μάχη της Μπίκοκα στις 27 Απριλίου 1522, οι αυτοκρατορικές και παπικές δυνάμεις νίκησαν τους Γάλλους, εκδιώκοντάς τους από το δουκάτο του Μιλάνου, όπου αποκατέστησαν τους Σφόρτσα με τον Φραγκίσκο Β΄, και από όλη τη Λομβαρδία. Στη συνέχεια, οι εχθροπραξίες μεταφέρθηκαν στο γαλλικό έδαφος, ενώ η Βενετία διαπραγματεύτηκε ξεχωριστή ειρήνη. Οι Άγγλοι εισέβαλαν στη Γαλλία το 1523, κατέλαβαν την Πικαρδία και απειλούσαν ακόμη και το Παρίσι, ενώ ο Κάρολος Γ΄ της Βουρβόνης, πρώην στρατάρχης της Γαλλίας, αποξενωμένος από τον Φραγκίσκο Α' λόγω της κατάσχεσης της περιουσίας του, συμμάχησε με τον αυτοκράτορα. Μια γαλλική απόπειρα ανάκτησης της Λομβαρδίας το 1524 απέτυχε και έδωσε στον Μπουρμπόν την ευκαιρία να εισβάλει στην Προβηγκία επικεφαλής ισπανικού στρατού.[5]

Ο Φραγκίσκος Α' της Γαλλίας αντέδρασε στην κατάληψη του δουκάτου του Μιλάνου κατεβαίνοντας σε μια δεύτερη επίθεση στην Ιταλία. Στα μέσα Οκτωβρίου του 1524, διέσχισε τις Άλπεις και προχώρησε προς το Μιλάνο, ο ίδιος επικεφαλής στρατού που αριθμούσε πάνω από 40.000 άνδρες. Παρά τις αρχικές επιτυχίες εναντίον των Ισπανικών και των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, η καταστροφική ήττα στη μάχη της Παβίας (1525) είχε ως αποτέλεσμα την αιχμαλωσία του Γάλλου βασιλιά και τον θάνατο πολλών αρχηγών του, γεγονότα που οδήγησαν στο τέλος του πολέμου.[6]

Η αιχμαλωσία του Φραγκίσκου Α'

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Κάρολος Ε' επισκέπτεται τον τραυματισμένο αιχμάλωτο Φραγκίσκο Α' μετά τη μάχη της Παβίας, (πίνακας του Ρίτσαρντ Παρκς Μπόνινγκτον, 1827)

Καθώς ο Φραγκίσκος ήταν αιχμάλωτος στη Μαδρίτη, ακολούθησε μια σειρά διπλωματικών ελιγμών που επικεντρώθηκαν στην απελευθέρωσή του, μεταξύ των οποίων μια ειδική γαλλική αποστολή που έστειλε η μητέρα του Λουίζα της Σαβοΐας στον Σουλεϊμάν Α΄ τον Μεγαλοπρεπή και εξασφάλισε την υποστήριξή του ως απειλή για τον Κάρολο - μια άνευ προηγουμένου συμφωνία μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων μοναρχών που προκάλεσε σκάνδαλο στον χριστιανικό κόσμο και έθεσε τα θεμέλια για τη γαλλο-οθωμανική συμμαχία. Ο Σουλεϊμάν έστειλε ένα οθωμανικό τελεσίγραφο στον Κάρολο και χρησιμοποίησε την ευκαιρία να εισβάλει στην Ουγγαρία το καλοκαίρι του 1526, νικώντας τους συμμάχους του Καρόλου στη μάχη του Μοχάτς τον Αύγουστο 1526.

Παρ' όλες αυτές τις προσπάθειες, ο Φραγκίσκος Α' για να απελευθερωθεί από την αιχμαλωσία υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Μαδρίτης (1526), με την οποία παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις στην Ιταλία, - στο Μιλάνο παλινορθώθηκε η ηγεμονία των Σφόρτσα με επικεφαλής τον Φραντσέσκο Β΄ Σφόρτσα, υποτελή του Καρόλου Ε΄-, και παραχώρησε εδάφη της Βουργουνδίας και την κυριαρχία του στην Φλάνδρα και το Αρτουά. Σύμφωνα με τη συνθήκη, έπρεπε επίσης να παντρευτεί την Ελεονώρα της Αυστρίας, αδελφή του Καρόλου Κουίντου.[1]

Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την απελευθέρωσή του, ωστόσο, απέρριψε τους όρους της συνθήκης, συμμετέχοντας στο σχηματισμό της συμμαχίας του Κονιάκ και στην έναρξη του πολέμου της Συμμαχίας του Κονιάκ, εβδόμου κατά σειρά Ιταλικού Πολέμου. Αν και οι Ιταλικοί πόλεμοι συνεχίστηκαν για σχεδόν τρεις δεκαετίες, η Γαλλία δεν πέτυχε στη συνέχεια σημαντικές κατακτήσεις στη χερσόνησο.