Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γλαύκωμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γλαύκωμα
Ίριδα με γλαύκωμα
Ειδικότηταοφθαλμολογία
Ταξινόμηση
ICD-10H40-H42
ICD-9365
DiseasesDB5226
eMedicineoph/578
MeSHD005901

Το γλαύκωμα είναι ασθένεια του ματιού, η οποία εξαιτίας του αποκλεισμού της ροής του υδατοειδούς υγρού,[1] [2] που παράγεται από το ακτινωτό σώμα,[1] αυξάνει την ενδοφθάλμια πίεση,[1] [2] [3] και καταστρέφει τα γαγγλιακά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς χιτώνος.[2] Εάν η ενδοφθάλμια πίεση παραμείνει υψηλή, χωρίς να αντιμετωπιστεί, τότε η όραση κινδυνεύει να πάθει βλάβη.[1] Τα γαγγλιακά κύτταρα βοηθούν το οπτικό νεύρο, να μεταφέρει πληροφορίες.[2] Τα γενικά συμπτώματα του γλαυκώματος είναι η φωτοευαισθησία, η δακρύρροια, η θόλωση του κερατοειδούς, ο πόνος, η διαστολή των οφθαλμών και οι σπασμοί των βλεφάρων. Τα παιδιά πρέπει να υποβληθούν άμεσα σε χειρουργική επέμβαση, εάν προσβληθούν από γλαύκωμα.[3]

Σε αρχαίους αιγυπτιακούς παπύρους αναφέρονται θεραπείες με κάνναβη για ασθένειες των ματιών, που σύμφωνα με σύγχρονους αναλυτές πιθανόν αφορούν το γλαύκωμα ή φλεγμονές.[4] Ο όρος αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη και προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη γλαυκός[σημ. 1] και την κατάληξη -ωμα (η οποία δηλώνει σύμπτωμα). Ο Αριστοτέλης, ο Ιπποκράτης, ο Κέλσος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τη λέξη γενικότερα για ασθένειες που προκαλούν ξεθώριασμα της ίριδας προς το γλαυκό χρώμα, χωρίς να ξεχωρίζουν το γλαύκωμα από τον καταρράκτη.

Τύποι γλαυκώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πιο συνηθισμένος τύπος γλαυκώματος είναι το χρόνιο γλαύκωμα, το οποίο προκαλείται, όταν ο αποκλεισμός της ροής του υδατοειδούς υγρού είναι συνεχής και εμφανίζεται στον πορώδη ιστό, ανάμεσα στον πρόσθιο θάλαμο και έναν κυκλικό αγωγό, τον πόρο του Σλεμ. Η κληρονομικότητα είναι σημαντικός παράγοντας της εμφάνισης ή όχι του χρονίου γλαυκώματος.

Το 2% των ατόμων, άνω των 40 ετών, παρουσιάζει ενδοφθάλμια υπέρταση. Η διάγνωσή της είναι δύσκολη, καθώς δεν εμφανίζει κάποιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα. Έτσι, ο μόνος τρόπος να διαγνωστεί είναι η συνεχής παρακολούθηση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Εάν, ούτε οι τιμές της ενδοφθάλμιες πίεσης είναι ξεκάθαρες (21 χιλιοστόγραμμα στήλης υδραργύρου), τότε γίνονται: λήψη καμπύλης πίεσης, πρόκληση ανόδου της ενδοφθάλμιας πίεσης και τονογραφία.

Λήψη καμπύλης πίεσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ίριδα με γλαύκωμα

Η λήψη καμπύλης πίεσης γίνεται ανά τέσσερις ώρες, μέσα σε μια ημέρα, με σκοπό την εύρεση μιας φευγαλέας και παθογόνου ανόδου της.

Πρόκληση ανόδου της ενδοφθάλμιας πίεσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πρόκληση ανόδου της ενδοφθάλμιας πίεσης, η αντίδραση ενός γλαυκωματικού θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν ενός φυσιολογικού ατόμου.

Στην τονογραφία, τοποθετείται ένα τονόμετρο του Σιέτς, στον βολβό, για χρονικό διάστημα τεσσάρων λεπτών. Το τονόμετρο μειώνει την ενδοοφθάλμια πίεση, όμως, η όλη διαδικασία μπορεί να ξεπεράσει τα δέκα χρόνια.

Το δεύτερο στάδιο ονομάζεται πεδιομετρικό και παρατηρείται στο 0,43% των ατόμων, άνω των 40 ετών. Η οπτική οξύτητα δε μεταβάλλεται, όμως υπάρχουν αλλοιώσεις του οπτικού πεδίου, γύρω από τυφλά σημεία του αμφιβληστροειδούς χιτώνος, οι οποίες επεκτείνονται στα ρινικά πεδία. Οι αλλοιώσεις επιδεινόνονται με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς να υπάρχουν εμφανή συμπτώματα. Όταν οι αλλοιώσεις σταματήσουν να επεκτείνονται, τότε η οπτική οξύτητα πέφτει κατά ένα ή δύο δέκατα, ενώ η ενδοφθάλμια πίεση ξεπερνά τα 30 χιλιοστόγραμμα στήλης υδραργύρου. Στα κατώτερα στρώματα του ματιού διακρίνεται κοίλανση της οπτικής θηλής, με παρεκτόπιση των αγγείων προς το ρινικό χείλος.

Το τελικό στάδιο ονομάζεται στάδιο του απολύτου γλαυκώματος. Η οπτική οξύτητα μηδενίζεται και η ενδοφθάλμια πίεση ανεβαίνει. Δεν υπάρχει τρόπος αποκατάστασης του τελικού σταδίου του γλαυκώματος.

Το χρόνιο γλαύκωμα μπορεί να προβλεφθεί στα παιδιά, με τη βοήθεια του κολλυρίου δεξαμεθαξόνης.

Το γλαύκωμα παγκοσμίως

Η παραδοσιακή θεραπεία του χρονίου γλαυκώματος περιλαμβάνει κολλύρια πιλοκαρπίνης και αντιχολινεστεράσων, αναστολείς της καρβοανυδράσης, όπως η ακεταξολαμίδη και κολλύρια που περιέχουν παράγωγα της αδρεναλίνης (συμπαθητικομιμητικά), τα οποία ελαττώνουν την έκκριση του υδατοειδούς υγρού. Εάν όλα αυτά δε μπορέσουν να αποτρέψουν την εμφάνιση αλλοιώσεων του οπτικού πεδίου, σειρά παίρνει η χειρουργική επέμβαση. Η επέμβαση αυτή, επιτυγχάνεται με τη δημιουργία σχισμής (ιριδέγκλειση) ή οπής (σκληροϊριδεκτομία) στο επίπεδο της ιριδοκερατοειδούς γωνίας της σκληροκερατοειδούς ζώνης, συνδέοντας τον πρόσθιο θάλαμο με τους χώρους που βρίσκονται κάτω από τον επιπεφυκότα και απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του υδατοειδούς υγρού.

Επίσης, υπάρχει και η δυνατότητα γωνιοτομίας, η οποία γίνεται με εγχειρητικό μικροσκόπιο. Με τον τρόπο αυτόν, ανοίγεται το έξω τοίχωμα με έναν κρημνό του σκληροκερατοειδούς ορίου, ο οποίος προσπερνά τον πόρο του Σλεμ και, με τη βοήθεια ενός γωνιοτόμου διερευνάται ο πόρος αυτός και καταστρέφονται το έσω τοίχωμα και ο κτηνοειδής σύνδεσμος, με μια περιστροφική κίνηση, προς το κέντρο της κόρης, από το γωνιοτόμο.

Γλαύκωμα κλειστής γωνίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γλαύκωμα κλειστής γωνίας εμφανίζεται σε άτομα, των οποίων το έξω χείλος της ίριδας καλύπτει την έξοδο προς τον πόρο του Σλεμ, αφού απέχει ελάχιστη απόσταση από το τοίχωμα του βολβού. Κατά τη διάρκεια του ύπνου η κόρη του ματιού συστέλλεται και τείνει να τραβήξει την ίριδα, μακριά από την είσοδο του πόρου του Σλεμ, επιτρέποντας τη ροή του υδατοειδούς υγρού και μειώνοντας σταδιακά την ενδοφθάλμια πίεση.

Το οξύ γλαύκωμα προκαλείται από απότομη αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, την οποία μπορεί να επιφέρουν κακώσεις, χειρουργικές επεμβάσεις, έντονες συγκινήσεις και ο ανατομικός σχηματισμός της στενής ιριδοκερατοειδούς γωνίας, με αποτέλεσμα τη σύνδεση του ακτινωτού χείλους της ίριδας, με τον κτενοειδή σύνδεσμο της ιριδοκερατοειδούς γωνίας, η οποία σφραγίζει τους πόρους έκκρισης του υδατοειδούς υγρού. Σε αυτήν την περίπτωση[1] χρειάζεται άμεση θεραπεία, καθώς υπάρχουν πολλές πιθανότητες τύφλωσης.[1] [3] Ένα άλλο σύμπτωμα είναι ο έντονος πονοκέφαλος.[5] Το οξύ γλαύκωμα αφορά, κυρίως, γυναίκες άνω των 50 ετών. Θεραπεύεται με πιλοκαρπίνη, ακεταξολαμίδη ή υπεροσμωτικά (αφυδατωτικά) φάρμακα. Εάν τα συμπτώματα επιμένουν, τότε ακολουθεί χειρουργική επέμβαση.

Κρίση γλαυκώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα συμπτώματα της κρίσεως γλαυκώματος είναι ο πονοκέφαλος, η θόλωση της όρασης ή περιορισμός της σε μόνη την αντίληψη του φωτός, οι έγχρωμοι κύκλοι γύρω από τα φώτα, ο έντονος πόνος του οφθαλμού και το κοκκίνισμά του. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης,[1] ο κερατοειδής είναι θολός, η κόρη του ματιού διαστέλλεται,[1] [3] ενώ το ίδιο είναι σκληρό, με την ενδοφθάλμια πίεση να ξεπερνά τα 60 χιλιοστόγραμμα της στήλης υδραργύρου. Αν δεν υπάρξει καταπολέμηση, η κρίση μετατρέπεται σε τύφλωση. Η θεραπεία μπορεί να εξαφανίσει τα συμπτώματα, μέσα σε λίγες ημέρες, όμως, μπορεί, σχεδόν αμέσως, να προσβληθεί και να υποτροπιάσει το άλλο μάτι. Για να αποφευχθούν όλα αυτά, μετά τη λήξη της κρίσεως, γίνεται ιριδεκτομή ή παροχετευτική επέμβαση στο μάτι.

Συγγενές γλαύκωμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σκύλος με γλαύκωμα

Το συγγενές γλαύκωμα ονομάζεται αλλιώς βούφθαλμος ή υδρόφθαλμος και εμφανίζεται μέσα στους πρώτους μήνες ή στα πρώτα χρόνια ζωής του ανθρώπου. Οφείλεται στην παρουσία εμβρυϊκού υπολείμματος, στην ιριδοκερατοειδή γωνία, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της μεμβράνης του Μπάρκαν και την παρεμπόδιση της εκροής του υδατοειδούς υγρού, μέσω των πόρων του κτενοειδούς συνδέσμου. Αρχικά, εκδηλώνεται με συνεχή αύξηση του όγκου των ματιών και των κερατοειδών, προκαλώντας το φαινόμενο των μεγακερατοειδών. Στη συνέχεια, η όραση ελαττώνεται, ο κερατοειδής θολώνει και εξελκώνεται, ενώ τα μάτια δακρύζουν, κοκκινίζουν και παρουσιάζουν φωτοφοβία. Η παραμέληση των συμπτωμάτων οδηγεί σε τύφλωση. Η εκδήλωση συγγενούς γλαυκώματος δείχνει πιθανή ύπαρξη άλλων προβλημάτων στα μάτια. Η πάθηση αυτή θεραπεύεται με χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία διατέμνεται η μεμβράνη του Μπάρκαν, ώστε να είναι δυνατό το πέρασμα του υδατοειδούς υγρού. Κάποιες φορές χρειάζεται πλήθος επεμβάσεων, οι οποίες πρέπει να γίνουν, πριν θολώσει ο κερατοειδής.

Δευτεροπαθές γλαύκωμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δευτεροπαθές γλαύκωμα είναι πάντοτε ετερόπλευρο και εμφανίζεται, κατά τη διάρκεια οφθαλμολογικών παθήσεων, όπως οι όγκοι του αμφιβληστροειδούς και του χοιριοειδούς χιτώνος, οι ραγοειδίτιδες, η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, η θρόμβωση της κεντρικής φλέβας του αμφιβληστροειδούς και οι κακώσεις των ματιών.[1]

Πρωτότυπες και νέες θεραπείες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη δεκαετία του 1970 ο Χέπλερ και οι συνάδελφοί του, ανακάλυψαν ότι, η κάνναβη μειώνει την ενδοφθάλμια πίεση, γεγονός, το οποίο οδήγησε στην αναγνώριση της δράσης της τετραϋδροκανναβινόλης από τους Άντλερ και Γκέλλερ, τo 1986. Πλέον, πολλές έρευνες δείχνουν τη δυνατότητα εφαρμογών στην ιατρική, αλλά λόγω της απαγόρευσης της κάνναβης, συχνά εμφανίζονται εμπόδια.[6] [7] [8]

Γλαύκωμα

Το Μάρτιο του 2012, είδαν το φως της δημοσιότητας αποτελέσματα πειραμάτων σε ποντίκια που έγιναν σε βρετανικά εργαστήρια και έδειξαν ότι, η επιστήμη θα μπορεί στο μέλλον να βασίζεται στα βλαστικά κύτταρα των ματιών των ασθενών του γλαυκώματος, ώστε να τούς σώσει από την τύφλωση. Η αρχή έγινε με μια απόπειρα αποκατάστασης των γαγγλιακών κυττάρων με μια νέα μέθοδο των ερευνητών του University College London (Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου) και του Moorfields Eye Hospital (Οφθαλμιατρικό Νοσοκομείο Μούρφιλντς), οι οποίοι πήραν δείγματα κυττάρων από το πίσω μέρος των ανθρωπίνων ματιών, που τούς παραχωρήθηκαν ως δωρεές για μεταμοσχεύσεις κερατοειδούς. Από τα δείγματα αυτά κατάφεραν να αποσπάσουν μια σπανιότατη ομάδα γλοιϊκών βλαστικών κυττάρων Μύλλερ (Muller) και να τά καλλιεργήσουν στα εργαστήριά τους, μετατρέποντάς τα σε γαγγλιακά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς χιτώνος. Έπειτα από μεταμοσχεύσεις των καλλιεργημένων κυττάρων σε ποντίκια με γλαύκωμα, τα οποία δεν διέθεταν γαγγλιακά κύτταρα στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες τους, αντιλήφθηκαν οτι, τα πειραματόζωα αυτά άρχισαν να εμφανίζουν αντιδράσεις ακόμη και σε χαμηλό φως. Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε από την επιστημονική επιθεώρηση Stern Cells Translational Medicine, τα κύτταρα που προέκυψαν από τη διαδικασία αυτή δε συνδέονται άμεσα με το οπτικό νεύρο, όπως γίνεται με τα υπάρχοντα, αλλά δημιουργούν "γέφυρες" με άλλα νεύρα του αμφιβληστροειδούς χιτώνος, τα οποία μπορούν να μεταφέρουν πληροφορίες σε αυτόν. Η δόκτωρ Άστριντ Λιμπ, του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου, δήλωσε στο BBC: "Αν και απέχουμε πολύ ακόμη από την κλινική εφαρμογή, πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προς τον απώτερο στόχο μας: την εξεύρεση μιας θεραπείας για το γλαύκωμα και άλλες συναφείς παθήσεις", ενώ ο δόκτωρ Πενγκ Χo, του Οφθαλμολογικού Νοσοκομείου Μούρφιλντ, είπε: "Βλέπουμε ασθενείς με γλαύκωμα, που η ζωή τους θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς αν βελτιωνόταν έστω και ένα μικρό ποσοστό της λειτουργίας των νευρικών κυττάρων τους. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων αυτών δείχνουν ότι, στο μέλλον ίσως αυτό είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας κύτταρα που όλοι έχουμε στα μάτια μας".[2]

  1. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη σήμαινε την ανοιχτή γαλάζια/γαλαζοπράσινη απόχρωση του ουρανού ή της θάλασσας.


  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 ^ Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, Τόμος 15, σελ. 239-240
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 ^ Βλαστικά κύτταρα εναντίον γλαυκώματος Tovima.gr
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 ^ Ανάπτυξη και έλεγχος της όρασης Healthview.gr Αρχειοθετήθηκε 2012-04-08 στο Wayback Machine.
  4. ^ Didier M. Lambert, Cannabinoids in Nature and Medicine (Helvetica Chimica Acta, 2009), σελ. 23.
  5. ^ Κεφαλαλγία (Πονοκέφαλος) Incardiology.gr Αρχειοθετήθηκε 2012-06-06 στο Wayback Machine.
  6. ^ Wayne Hall, Cannabis Use and Dependence (Cambridge University Press, 2003), σελ. 149.
  7. ^ S. Kartikeyan, [http://books.google.de/books?id=-4xbFuo6aQgC&pg=PA261 HIV and AIDS /] (Springer, 2007), σελ. 261.
  8. ^ Mitchell Earleywine, Understanding marijuana (Oxford University Press, 2002), σελ. 26.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]