Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλέξιος Απόκαυκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξιος Απόκαυκος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση13ος αιώνας
Βιθυνία
Θάνατος11  Ιουνίου 1345
Κωνσταντινούπολη
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός[1]
Οικογένεια
ΤέκναΜανουήλ Απόκαυκος
Ιωάννης Απόκαυκος
ΟικογένειαΟικογένεια Απόκαυκου
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςναύαρχος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αλέξιος Απόκαυκος (τέλη 13ου αι. – 1345) ήταν ηγετική μορφή πολιτικού του Βυζαντίου και μέγας δούκας (ναύαρχος) κατά τις βασιλείες των Παλαιολόγων Αδρονίκου Γ΄ και Ιωάννη Ε΄ Αυτοκρατόρων των Ρωμαίων. [2] Αν και όφειλε την άνοδό του στον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, έγινε -μαζί με τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα- ένας από τους ηγέτες της μερίδας του Ιωάννη Ε΄ κατά τον δεύτερο εμφύλιο 1341-47, εναντίον του κάποτε ευεργέτη του. Όταν πήγε να επιθεωρήσει μία νέα φυλακή, οι πολιτικοί κρατούμενοι εκεί τον λιντσάρησαν, ώσπου απεβίωσε.

Ήταν ταπεινής καταγωγής και γεννήθηκε στα τέλη του 13ου αι. κάπου στη Βιθυνία.[3] Παρά ταύτα σπούδασε υπό τον λόγιο Θεόδωρο Υρτακηνό και έγινε αξιωματούχος επί των φόρων.[4] Το 1320 διηύθυνε τις αλυκές και έπειτα προήχθη στη θέση του δομεστίκου των θεμάτων της Δύσεως (αρχηγού των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων).[3][4] Στη γραφειοκρατική ιεραρχία ανήλθε στο αξίωμα του παρακοιμώμενου το 1321.[4][5] Από τη θέση αυτή ήταν χρήσιμος στον Καντακουζηνό, που τον περιέλαβε σε συνωμοσία, μαζί με τον Συργιάννη Παλαιολόγο και τον Θεόδωρο Συναδηνό, ενάντια στον γηραιό Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο και υπέρ του εγγονού του Ανδρονίκου Γ΄.[6] Υπό την απειλή πολέμου, ο Αυτοκράτορας παρέδωσε τη Θράκη και μερικές περιοχές της Μακεδονίας στον εγγονό του.

Όταν το 1328 ο Ανδρόνικος Γ΄ έγινε μόνος Αυτοκράτορας, ο Καντακουζηνός έγινε ο κύριος υπουργός του και ο Απόκαυκος έλαβε την κενή θέση εκείνου, αυτή του μεσάζοντος (γραμματέα) · επίσης έγινε υπεύθυνος των οικονομικών του Κράτους.[7] Οι θέσεις αυτές του επέτρεψαν να συσσωρεύσει αξιοσημείωτο πλούτο, που τον δαπανούσε για την οικοδόμηση μίας οχυρωμένης κατοικίας στους Επιβάτες της Σηλυμβρίας, στη θάλασσα του Μαρμαρά, όπου θα μπορούσε να καταφύγει.[8][9] Στις αρχές του 1341, λίγο πριν αποβιώσει ο Ανδρόνικος Γ΄, αμείφθηκε με το υψηλό αξίωμα του μεγάλου δουκός (ναυάρχου).[10] Εξόπλισε εκ νέου τον στόλο με δικά του χρήματα, πληρώνοντας 100.000 υπέρπυρα.[11]

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (1341-47)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την αποβίωση του Ανδρονίκου Β΄ το 1332 δύο μερίδες αναφάνηκαν στην Αυλή: οι υποστηρικτές του Καντακουζηνού, που ήταν κυρίως επαρχιακοί γαιοκτήμονες από τη Μακεδονία και τη Θράκη και, αντίθετος με αυτόν, ο Πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας, που είχε την υποστήριξη της χήρας του Ανδρονίκου Γ΄, αντιβασίλισσα Άννας της Σαβοΐας. Ο Καντακουζηνός δεν διεκδίκησε τον θρόνο, αλλά απαίτησε την αντιβασιλεία, βασισμένος στη στενή του σχέση με τον αποβιώσαντα Αυτοκράτορα και με την υποστήριξη του στρατού της Βασιλεύουσας την απέκτησε. Η θέση του όμως εξασθένησε με τη μεταστροφή του Απόκαυκου στην πλευρά του Πατριάρχη. Ο Καντακουζηνός στο έργο του αναφέρει, πως ο Απόκαυκος τον ώθησε να καταλάβει τον θρόνο για να προωθηθεί και αυτός, αλλά όταν είδε την άρνησή του, ο παντοδύναμος πρωθυπουργός άλλαξε μερίδα.[12][13][14]

Το 1341 επιτέθηκαν εχθροί στην Αυτοκρατορία και ο Καντακουζηνός έφυγε τον Ιούλιο από την Κωνσταντινούπολη, εκστρατεύοντας εναντίον τους. Τότε ο Απόκαυκος άρχισε τις κινήσεις του. Ως μέγας δούκας είχε καθήκον να φυλά τα Δαρδανέλια ενάντια σε προσπάθεια των Τούρκων να διαπεραιωθούν στην Ευρώπη, όμως επέτρεψε σκόπιμα να συμβεί αυτό, με σκοπό να προκαλέσει αναστάτωση στη Θράκη. Ο Απόκαυκος προσπάθησε να απαγάγει τον 9ετή Ιωάννη Ε΄, αλλά απέτυχε και αναγκάστηκε να διαφύγει στην κατοικία του στους Επιβάτες.[15] Όμως, όταν ο Καντακουζηνός επέστρεψε νικηφόρος στη Βασιλεύουσα, αντί να του αφαιρέσει τα αξιώματά του και ενάντια στη συμβουλές των φίλων του, συγχώρεσε τον προστατευόμενό του.[15] Ο Απόκαυκος προσποιήθηκε μία υπερβολική εκδήλωση εκτίμησης προς τον Καντακουζηνό, που του επέτρεψε να αναλάβει πάλι τις θέσεις του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Καντακουζηνός έφυγε σε άλλη εκστρατεία.[16]

Ο Απόκαυκος γίνεται παντοδύναμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Πατριάρχης και ο Απόκαυκος έμειναν μόνοι στην πόλη, ανέλαβαν την εξουσία. Η οικογένεια του Καντακουζηνού και οι φίλοι του φυλακίστηκαν, μάλιστα η μητέρα του Θεοδώρα απεβίωσε έγκλειστη και ο Πατριάρχης δήλωσε αντιβασιλιάς, ενώ η Άννα όρισε Έπαρχο της πόλης τον Απόκαυκο.[12][15]

Τότε ο Καντακουζηνός στέφθηκε Αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο τον Οκτώβριο· οι αντίπαλοί του απάντησαν με τη στέψη του Ιωάννη Ε΄ τον Νοέμβριο.[17] Οι δύο στέψεις ολοκλήρωσαν τη διάσπαση και ξεκίνησαν έναν εμφύλιο, που αναστάτωσε την Αυτοκρατορία και όλους τους γείτονές της ως το 1347, οπότε νίκησε ο Καντακουζηνός. Καθώς εξελισσόταν, κατέστρεψε τις εναπομείνασες Αυτοκρατορικές κτήσεις και δημιούργησε βαθιά ρήξη στη Ρωμαϊκή κοινωνία: η αριστοκρατία και οι εύπορες τάξεις γενικά υποστήριξαν τον Καντακουζηνό, ενώ οι χαμηλές και μεσαίες τάξεις, οι αστοί, οι έμποροι και οι ναυτικοί τάχθηκαν με την αντιβασιλεία.[18][19] Αυτό έδωσε στον εμφύλιο ισχυρό κοινωνικό χρώμα και ο Απόκαυκος στην προπαγάνδα του αναφερόταν στον υπερβάλλοντα πλούτο του Καντακουζηνού και της αριστοκρατίας και την αδιαφορία τους στους απλούς πολίτες.[20][21] Επιπρόσθετα η διαμάχη απέκτησε και θρησκευτική σημασία, καθώς η Ησυχαστική έριδα διαίρεσε τους ευσεβείς Ρωμαίους και παρά τις σημαντικές εξαιρέσεις, οι υποστηρικτές του Ησυχασμού έγιναν οπαδοί του Καντακουζηνού.[22]

Μερικές ημέρες μετά της στέψη του Καντακουζηνού, οι κάτοικοι της Αδριανούπολης εξεγέρθηκαν εναντίον του και δήλωσαν υπέρ της αντιβασιλείας. Ο Απόκαυκος έστειλε τον νεότερο γιο του Μανουήλ, που ανέλαβε κυβερνήτης της πόλης.[20] Όμοια στη Θεσσαλονίκη η πόλη περιήλθε στα χέρια των Ζηλωτών, κινήματος με αντι-αριστοκρατικές πεποιθήσεις, οι οποίες τους έκαναν εχθρούς του "Καντακουζινισμού". Η αντιβασιλεία τούς υποστήριξε· ο Απόκαυκος έφθασε με 70 πλοία προς βοήθειά τους και όρισε τον μεγαλύτερο γιο του Ιωάννη κυβερνήτη, αν και η εξουσία του ήταν μόνο ονομαστική.[23]

Οι Σέρβοι και οι Τούρκοι βοηθούν τον Καντακουζηνό να επικρατήσει

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τα πρώτα έτη η ροπή της αντιπαράθεσης ήταν υπέρ της αντιβασιλείας, ως το καλοκαίρι του 1342, που ο Καντακουζηνός πιέστηκε να φύγει στην Αυλή τού Στεφάνου-Ούρου Δ΄ ντουσάν της Σερβίας. Όμως από το 1343 και μετά, με τη βοήθεια του φίλου του Ουμούρ μπέη του Αϊδινίου, ο Καντακουζηνός άρχισε να αντιστρέφει την κατάσταση. Με την αρχική υποστήριξη του Στεφάνου-Ούρου Δ΄ ανακατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και -παρά την αποτυχία του να πάρει τη Θεσσαλονίκη- οι Τούρκοι σύμμαχοί του τού επέτρεψαν να πάρει το Διδυμότειχο, επιστρέφοντας στο παλαιό του οχυρό στη Θράκη. Σταδιακά οι υποστηρικτές τού Απόκαυκου τον εγκατέλειπαν, ακόμη και ο γιος του Μανουήλ, που άφησε τη θέση του στο Διδυμότειχο και πήγε στη μεριά τού Καντακουζηνού.

Στις αρχές του 1345 ο Απόκαυκος και ο Καλέκας απέρριψαν προσφορές συμφιλίωσης, που έφεραν δύο Φραγκισκανοί μοναχοί. Προσπαθώντας να ανακόψει την πτώση του, ο Απόκαυκος έθεσε μια σειρά απαγορεύσεων στην πρωτεύουσα και οικοδόμησε μία νέα φυλακή για πολιτικούς κρατουμένους. Στις 11 Ιουνίου 1345 ο Απόκαυκος θέλησε να επιθεωρήσει τη νέα φυλακή, χωρίς τους σωματοφύλακές του. Οι εγκάθειρκτοι εξεγέρθηκαν και τον λιντσάρισαν: του έκοψαν το κεφάλι και το έθεσαν στη κορυφή ενός πασσάλου.

Οι φυλακισμένοι περίμεναν την ανταμοιβή της Άννας, που απηλλάγη από τον μισητό Απόκαυκο, αλλά η αντιβασίλισσα συγκλονίστηκε και φοβήθηκε από την απώλεια του κύριου υπουργού της και άφησε τους οπαδούς του, στους οποίους ενώθηκαν οι Γασμούλοι (κωπηλάτες) του στόλου να εκδικηθούν την απώλεια του ηγέτη τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι 200 φυλακισμένοι να σφαγιασθούν, αν και μερικοί προσπάθησαν να καταφύγουν σε κοντινό μοναστήρι.

Το συμβάν δεν επέφερε αμέσως την πτώση της αντιβασιλείας, απομάκρυνε όμως τον βασικό υποκινητή τού εμφυλίου και έναν από τους πρωταγωνιστές του και είχε ως αποτέλεσμα διαμάχες και καταστροφές στην παράταξη της αντιβασιλείας. Το τέλος του εμφυλίου ήλθε με την είσοδο τού Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Φεβρουαρίο 1347.

Ως νέος άνδρας δεν είχε την εμπιστοσύνη των γόνων των αριστοκρατικών οικογενειών, που κυριαρχούσαν στη διακυβέρνηση. Οι μόνες πηγές της περιόδου, τα απομνημονεύματα του Καντακουζηνού και η ιστορία του Νικηφόρου Γρηγορά με τη μεροληψία τους υπέρ της αριστοκρατίας, δίνουν μία πολύ αρνητική εικόνα του ανδρός, που υιοθετήθηκε ακέραιη από τους ιστορικούς. Αντίθετα η ιστορικός Εύα ντε Βρης - Βαν ντερ Βέλντεν πιστεύει ότι η εικόνα του αγνώμονος προστατευομένου και αδιάλειπτα δολοπλόκου, υπεύθυνου για τον εμφύλιο, είναι ανακριβής και αποτέλεσμα της διαστρεβλωτικής προπαγάνδας του Καντακουζηνού και του Γρηγορά. Ωστόσο τον αναγνωρίζει ως τον πιο αναξιόπιστο αντίπαλο του πρώτου, που από το 1343 και μετά κυβέρνησε δικτατορικά.

Η ιστορικός Αγγελική Λαΐου θεωρεί ότι ο Απόκαυκος είναι δημιούργημα της στροφής της Ρωμαϊκής κοινωνίας, από μία αγροτική Αυτοκρατορία με γαιοκτήμονες σε ένα κράτος βασισμένο στο θαλάσσιο εμπόριο, που έτεινε προς δυτικά πρότυπα, όπως αυτά των ναυτικών Δημοκρατιών της Ιταλίας.

Νυμφεύτηκε πρώτα την κόρη του Δισύπατου, ιερέα στην Αγ. Σοφία και είχε τρία τέκνα.

Έπειτα ο Αλέξιος έκανε δεύτερο γάμο π. το 1341 με την εξαδέλφη τού Γεωργίου Χούμνου μεγάλου στρατοπεδάρχη και είχε δύο τέκνα.

Παιδιά του ήταν:

  • Ιωάννης απεβ. 1345, μέγας πριμικήριος και κυβερνήτης Θεσσαλονίκης. Σκοτώθηκε εκεί.
  • Μανουήλ, κυβερνήτης της Αδριανούπολης· την παρέδωσε στον Καντακουζηνό.
  • κόρη, παντρεύτηκε πρώτα τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο και όταν αυτός πνίγηκε, τον Ιωάννη Ασάν σεβαστοκράτορα.
  • κόρη, παντρεύτηκε το 1341 τον γιο του Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
  • κόρη, παντρεύτηκε το 1341 τον γιο μίας λατίνας κυρίας των τιμών της Άννας της Σαβοΐας.

Ο Ιωάννης ή ο Μανουήλ νυμφεύτηκε μία κόρη του Ιωάννη Βατάτζη μεγάλου στρατοπεδάρχη.

  1. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  2. Treadgold, Warren T. (October 1997). A History of the Byzantine State and Society
  3. 3,0 3,1 Trapp, Walther & Beyer 1976, 1180. Ἀπόκαυκος Ἀλέξιος
  4. 4,0 4,1 4,2 Guilland 1967, σ. 210
  5. Cavallo 1997, σ. 202
  6. Nicol 1996, σ. 20; Bartusis 1997, σ. 87
  7. Nicol 1993, σ. 168
  8. Nicol 1996, σσ. 47–48
  9. Nicol 1993, σ. 187
  10. Nicol 1996, σ. 48
  11. de Vries-Van der Velden 1989, σ. 66
  12. 12,0 12,1 Bartusis 1997, σ. 94
  13. Nicol 1993, σσ. 187–188
  14. de Vries-Van der Velden 1989, σσ. 62–64
  15. 15,0 15,1 15,2 Nicol 1993, σ. 189
  16. Nicol 1996, σ. 52
  17. Nicol 1996, σ. 60
  18. Bartusis 1997, σ. 95
  19. Laiou 2008, σ. 289
  20. 20,0 20,1 Nicol 1993, σ. 193
  21. Nicol 1996, σ. 59
  22. Laiou 2008, σσ. 289–290
  23. Nicol 1993, σ. 195
  • Bartusis, Mark C. (1997). The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204–1453. Philadelphia, Pennsylvania: University of Pennsylvania Press.
  • Cavallo, Guglielmo (1997). The Byzantines. Chicago, Illinois: University of Chicago Press.
  • de Vries-Van der Velden, Eva (1989). L'Élite Byzantine Devant l'Avance Turque à l'Époque de la Guerre Civile de 1341 à 1354 (in French). Amsterdam, The Netherlands: J.C. Gieben.
  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les Institutions Byzantines, Tome I (in French). Berlin, Germany: Akademie-Verlag.
  • Laiou, Angeliki (2008). "Chapter II.3.2D: Political-Historical Survey, 1204–1453". In Jeffreys, Elizabeth; Haldon, John; Cormack, Robin. The Oxford Handbook of Byzantine Studies. Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. pp. 281–294. ISBN 978-0-19-925246-6.
  • Nicol, Donald MacGillivray (1993). The Last Centuries of Byzantium, 1261–1453. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press.
  • Nicol, Donald MacGillivray (1996). The Reluctant Emperor: A Biography of John Cantacuzene, Byzantine Emperor and Monk, c. 1295–1383. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press.
  • Trapp, Erich; Walther, Rainer; Beyer, Hans-Veit (1976). Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit (in German). 1. Vienna: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.