Ίνγκβεϊ Μάλμστην
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ίνγκβεϊ Μάλμστην | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Yngwie Johan Malmsteen (Αγγλικά) |
Γέννηση | 30 Ιουνίου 1963[1][2][3] Στοκχόλμη |
Κατοικία | Μαϊάμι |
Ψευδώνυμο | Yngwie Malmsteen |
Χώρα πολιτογράφησης | Σουηδία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[4] Σουηδικά[5][4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | τραγουδιστής κιθαρίστας διευθυντής ορχήστρας συνθέτης[6] μουσικός παραγωγός[7] μουσικός ηχογραφήσεων |
Περίοδος ακμής | 1978 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Erika Norberg (1991–1992) April Malmsteen (από 1999) |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Yngwie Malmsteen (προφέρεται: [ˈɪŋveɪ ˈmɑːlmstiːn], Lars Johan Yngve Lannerbäck, 30 Ιουνίου 1963) είναι Σουηδός κιθαρίστας, τραγουδοποιός και συνθέτης.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1963 στη Στοκχόλμη, Σουηδία. Ο Yngwie ήταν ο νεότερος από τα δύο του αδέλφια την Ann Louise και τον αδελφό του Bjorn. Δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου του 1970 όταν παρακολούθησε ένα ειδικό τηλεοπτικό αφιέρωμα για τη ζωή και θάνατο του Τζίμι Χέντριξ. Ο μόλις επτά ετών Yngwie παρακολουθούσε με δέος τον Χέντριξ να ξεσηκώνει το πλήθος με ένα χείμαρρο άφθονου “feedback” και στη συνέχεια να «θυσιάζει» την κιθάρα του καίγοντάς τη.
Δοκιμάζοντας την τύχη του με πείσμα, αρχικά με μια παλιά Mosrite, και αργότερα με μια φτηνή Stratocaster, ο Yngwie ασχολήθηκε με μουσικές συγκροτημάτων όπως οι Deep Purple και πέρασε πολλές ώρες προσπαθώντας να μάθει τα κομμάτια τους. Ο θαυμασμός του για το, επηρεασμένο από την κλασσική μουσική, παίξιμο του Ritchie Blackmore, οδήγησε τον ίδιο πίσω στην πηγή: Μπαχ, Βιβάλντι, Μπετόβεν και Μότσαρτ. Αφομοιώνοντας την δομή της κλασσικής μουσικής, το μοναδικό του στυλ του άρχισε να παίρνει μορφή. Στα δέκα του χρόνια η μητέρα του και η μεγαλύτερη αδελφή του, μια ταλαντούχα φλαουτίστα, αναγνώρισαν το μοναδικό του ταλέντο στη μουσική και τον στήριξαν στην προσπάθειά του. Στην αρχή της εφηβείας του, παρακολούθησε στην τηλεόραση μια εκτέλεση του υψηλής δυσκολίας 24 Caprices του Νικολό Παγκανίνι από τον Ρώσο βιολιστή Gideon Kremer με αποτέλεσμα να κατανοήσει επιτέλους πως θα μπορούσε να συνδυάσει την αγάπη του για την κλασσική μουσική με το ταλέντο του στην κιθάρα και τη χαρισματική του σκηνική παρουσία.
Στα 15 του, το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στυλ του Yngwie είχε αρχίσει να αναδύεται. Εργάστηκε για κάποιο διάστημα σε ένα κέντρο επισκευής για κιθάρες, όπου για πρώτη φορά συνάντησε “scalloped” ταστιέρα σε ένα λαούτο του 17ου αιώνα που ήρθε στο μαγαζί για επισκευή. Η περιέργειά του τον οδήγησε στο να δοκιμάσει το ίδιο σε μια από τις παλιές φτηνές του κιθάρες και εντυπωσιασμένος από το αποτέλεσμα, αποφάσισε να το δοκιμάσει και στις καλύτερες κιθάρες του. Η “scalloped” ταστιέρα έκανε το παίξιμο πιο δύσκολο από ότι σε μια κανονική ταστιέρα, αλλά ο έλεγχος των χορδών ήταν τόσο καλύτερος που ο Yngwie αποφάσισε κατευθείαν να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη τροποποίηση σε όλο του τον εξοπλισμό.
Εκείνη την εποχή, ο Yngwie ξεκίνησε να παίζει με διάφορα γκρουπ, όλα δημιουργημένα γύρω από το εκρηκτικό κιθαριστικό του στυλ. Γύρω στα 18 του, ο Yngwie με κάποιους φίλους του ηχογράφησαν ένα demo με 3 τραγούδια για το Σουηδικό CBS, χωρίς όμως να εκδοθεί ποτέ. Απογοητευμένος, ο Yngwie άρχισε να στέλνει το demo σε δισκογραφικές εταιρίες στη Σουηδία και το εξωτερικό. Μια από αυτές τις κασέτες βρήκε το δρόμο της στα χέρια του Mike Varney, συνεργάτη του περιοδικού Guitar Player και ιδρυτή της δισκογραφικής Shrapnel Music. Ο Yngwie προσκλήθηκε να ηχογραφήσει μαζί με το νέο γκρουπ της Shrapnel τους Steeler – τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.
Από τους Steeler, ο Yngwie πήγε στους Alcatrazz, ένα συγκρότημα με στυλ παρόμοιο αυτό των Rainbow, αλλά ήταν πλέον ξεκάθαρο, ότι για να αναπτύξει πλήρως το μοναδικό του ταλέντο, έπρεπε να συνεχίσει σόλο. Το πρώτο σόλο άλμπουμ του Yngwie (Rising Force) ανέβηκε στο #60 του Billboard, μια εντυπωσιακή επίδοση για ένα κυρίως ορχηστρικό κιθαριστικό άλμπουμ χωρίς καμία ραδιοφωνική μετάδοση. Ο Yngwie προτάθηκε για Grammy στην κατηγορία «καλύτερης εκτέλεσης ορχηστικού ροκ». Ο ίδιος ψηφίστηκε ως «Καλύτερο νέο-εμφανιζόμενο ταλέντο» από αναγνώστες σε πολλές ψηφοφορίες, και καλύτερος κιθαρίστας της χρονιάς την επόμενη χρονιά ενώ το Rising Force ψηφίστηκε το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς. Το Rising Force άνοιξε το δρόμο για μια σειρά συναυλιών που καθιέρωσε τον Malmsteen ως ένα από τα πιο λαμπρά νέα αστέρια της ροκ κιθάρας και πρόσθεσε ένα νέο στυλ στα μουσικά λεξικά: νεοκλασικό ροκ.
Με εξασφαλισμένη πλέον θέση στη μουσική σκηνή, οι νεοκλασικές συνθέσεις του Malmsteen αποτέλεσαν τροφή για φιλόδοξους κιθαρίστες σε όλο τον κόσμο για περισσότερη από μια δεκαετία με κλασσικά πλέον άλμπουμ όπως Marching Out, Trilogy, Odyssey, Live In Leningrad/Trial By Fire (μαγνητοσκοπημένες συναυλίες του Malmsteen το 1989 σε Μόσχα και Λένινγκραντ που έκανε «χρυσές» πωλήσεις), Fire & Ice (που κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία στο #1 και πούλησε πάνω από 100.000 αντίτυπα την ημέρα της κυκλοφορίας του), The Seventh Sign, Magnum Opus, Inspiration (με διασκευές από Deep Purple, Rainbow, U.K., Kansas, Scorpions, Rush και Jimi Hendrix), Facing the Animal, Alchemy και Attack!!.
To 1997, ο Yngwie απέδειξε ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένα ροκ φαινόμενο. Μετά από μήνες εντατικής δουλειάς, ο Yngwie κυκλοφόρησε το πρώτο του εντελώς κλασσικό έργο, το Concerto Suite for Electric Guitar and Orchestra in Eb minor, Op. 1. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στην Πράγα με την περίφημη Τσέχικη φιλαρμονική ορχήστρα και τον διάσημο διευθυντή Yoel Levi. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2001, δόθηκε στον Malmsteen η ευκαιρία για πρώτη φορά να ερμηνεύσει το έργο του ζωντανά, στο Τόκιο, με την New Japan Philarmonic Orchestra, η οποία κυκλοφόρησε και σε DVD/CD τον Ιανουάριο του 2002. Το 2003, ο Malmsteen συμμετείχε στην περιοδεία του περιβόητου “G3” σε μια σύνθεση που πολύ οπαδοί χαρακτήρισαν ως «μοναδικό συνδυασμό» (Satriani, Vai, Malmsteen). Μετά το τέλος της περιοδείας ο Yngwie βγήκε πάλι στο δρόμο σε υποστήριξη του άλμπουμ του Attack!!
Το 2004, μετά από μια περίοδο ξεκούρασης και χαλαρής δουλειάς στο καινούργιο του άλμπουμ, ο Yngwie κυκλοφορεί το τελευταίο μέχρι στιγμής άλμπουμ του, Unleash The Fury, και το καλοκαίρι του 2005 ξεκινά την παγκόσμια περιοδεία Unleash the Fury World Tour.
Δισκογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Rising Force (1984)
- Marching Out (1985)
- Trilogy (1986)
- Odyssey (1988)
- Live in Leningrad (1989)
- Eclipse (1990)
- The YM Collection Συλλογή (1991)
- Fire & Ice (1992)
- Seventh Sign (1994)
- Power & Glory (1994)
- I Can't Wait (1994)
- Magnum Opus (1995)
- Inspiration (1996)
- Facing the Animal (1997)
- Concerto Suite (1998)
- LIVE!! & Boxset of LIVE!! cd / video (1998)
- Alchemy (1999)
- Anthology 1994-1995 Συλλογή (2000)
- Best of Yngwie Malmsteen 1990-1999 Συλλογή (2000)
- War to End All Wars (2000)
- Concerto Suite LIVE (2002)
- ATTACK!! (2002)
- Unleash the Fury (2004)
- Perpetual Flame (2008)
- Angels of Love (2009)
- Relentless (2010)
- Spellbound (2012)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 (Αγγλικά) Internet Movie Database. nm1315118. Ανακτήθηκε στις 12 Αυγούστου 2015.
- ↑ 2,0 2,1 (Αγγλικά) SNAC. w6tb246t. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 3,0 3,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. ola2002151779. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ 4,0 4,1 CONOR.SI. 59412323.
- ↑ CONOR.SI. 52489059.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2019.