ενεστώτας mime
γ΄ ενικό ενεστώτα mimes
αόριστος mimed
παθητική μετοχή mimed
ενεργητική μετοχή miming

mime (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
mime < λατινική mimus < αρχαία ελληνική μῖμος

  Προφορά

επεξεργασία
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mime mimes

mime (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία