Ετυμολογία

επεξεργασία
μπεζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική beige[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπεζ ουδέτερο άκλιτο

  1. το ανοιχτό καφέ χρώμα

  Επίθετο

επεξεργασία

μπεζ άκλιτο

  1. αυτός που έχει μπεζ χρώμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία