ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
12 Μαΐου 2016


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

1

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

12.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/1


ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΉ ΣΥΜΦΩΝΊΑ ΜΕΤΑΞΫ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΊΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΫ ΈΡΓΟΥ

ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΉ ΣΥΜΦΩΝΊΑ

της 13ης Απριλίου 2016

για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 295,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή («τα τρία θεσμικά όργανα») δεσμεύονται για καλόπιστη και διαφανή συνεργασία καθ’ όλη τη διάρκεια του νομοθετικού κύκλου. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζουν την ισότητα των δύο συννομοθετών, όπως κατοχυρώνεται στις Συνθήκες.

(2)

Τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν την κοινή τους ευθύνη να παράγουν ενωσιακή νομοθεσία υψηλής ποιότητας, και να διασφαλίζουν ότι η νομοθεσία αυτή εστιάζει στους τομείς στους οποίους έχει τη μέγιστη προστιθέμενη αξία για τους ευρωπαίους πολίτες, είναι όσο το δυνατόν πιο αποδοτική και πιο αποτελεσματική για την επίτευξη των κοινών στόχων πολιτικής της Ένωσης, είναι όσο το δυνατόν απλούστερη και σαφέστερη, αποφεύγει την υπερβολική ρύθμιση και το διοικητικό φόρτο για τους πολίτες, τις διοικήσεις, και τις επιχειρήσεις, ιδίως δε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ»), και σχεδιάζεται με στόχο να διευκολύνει τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο και την πρακτική εφαρμογή της, καθώς και να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα της οικονομίας της Ένωσης.

(3)

Τα τρία θεσμικά όργανα υπενθυμίζουν την υποχρέωση της Ένωσης να νομοθετεί μόνο στις περιπτώσεις και κατά τον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

(4)

Τα τρία θεσμικά όργανα επαναλαμβάνουν τον ρόλο και την ευθύνη των εθνικών κοινοβουλίων, όπως προβλέπονται στις Συνθήκες, στο πρωτόκολλο αριθ. 1 σχετικά με τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και στο πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(5)

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι η ανάλυση της πιθανής «ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας» της κάθε προτεινόμενης ενωσιακής δράσης, καθώς και η αξιολόγηση του «κόστους της μη Ευρώπης» ελλείψει δράσης σε επίπεδο Ένωσης θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη κατά τον καθορισμό του νομοθετικού προγράμματος.

(6)

Τα τρία θεσμικά όργανα θεωρούν ότι η διαβούλευση με το κοινό και με τους ενδιαφερομένους, η εκ των υστέρων αξιολόγηση της ισχύουσας νομοθεσίας και οι εκτιμήσεις επιπτώσεων των νέων πρωτοβουλιών θα συμβάλλουν στην επίτευξη του στόχου της βελτίωσης του νομοθετικού έργου.

(7)

Προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και να βελτιωθεί η εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις αρχές βάσει των οποίων η Επιτροπή θα συγκεντρώνει την απαραίτητη εμπειρογνωσία πριν από την έγκριση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(8)

Τα τρία θεσμικά όργανα επιβεβαιώνουν ότι οι στόχοι της απλοποίησης της νομοθεσίας της Ένωσης και της μείωσης του κανονιστικού φόρτου θα πρέπει να επιδιώκονται με την επιφύλαξη της επίτευξης των στόχων πολιτικής της Ένωσης, όπως καθορίζονται στις Συνθήκες, ή της προάσπισης της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς.

(9)

Η παρούσα συμφωνία συμπληρώνει τις ακόλουθες συμφωνίες και δηλώσεις για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, στις οποίες τα τρία θεσμικά όργανα παραμένουν πλήρως προσηλωμένα:

Διοργανική συμφωνία, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων (1),

Διοργανική συμφωνία, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας (2),

Διοργανική συμφωνία, της 28ης Νοεμβρίου 2001, για μια πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (3),

Κοινή δήλωση, της 13ης Ιουνίου 2007, σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης (4),

Κοινή πολιτική δήλωση, της 27ης Οκτωβρίου 2011, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (5),

ΣΥΝΑΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ:

I.   ΚΟΙΝΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ

1.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να επιδιώκουν τη βελτίωση του νομοθετικού έργου με μια σειρά πρωτοβουλιών και διαδικασιών, όπως αυτές περιγράφονται στην παρούσα συμφωνία.

2.

Κατά την άσκηση των εξουσιών τους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες, υπενθυμίζοντας δε τη σημασία που αποδίδουν στην κοινοτική μέθοδο, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να τηρούν γενικές αρχές της νομοθεσίας της Ένωσης όπως η δημοκρατική νομιμότητα, η επικουρικότητα και η αναλογικότητα, καθώς και η ασφάλεια δικαίου. Συμφωνούν επίσης στην προώθηση της απλότητας, της σαφήνειας και της συνοχής κατά τη σύνταξη της νομοθεσίας της Ένωσης και στην προώθηση της μεγαλύτερης δυνατής διαφάνειας της νομοθετικής διαδικασίας.

3.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι η νομοθεσία της Ένωσης θα πρέπει να είναι κατανοητή και σαφής, να δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες, τις διοικήσεις και τις επιχειρήσεις να κατανοούν εύκολα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, να περιλαμβάνει κατάλληλες απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή εκθέσεων, την παρακολούθηση και αξιολόγηση, να αποφεύγει την υπερβολική ρύθμιση και το διοικητικό φόρτο και να μπορεί να εφαρμοστεί εύκολα στην πράξη.

II.   ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

4.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να ενισχυθεί ο ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το οποίο ανατίθεται στην Επιτροπή το καθήκον να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό.

Πολυετής προγραμματισμός

5.

Με τον διορισμό νέας Επιτροπής, προκειμένου να διευκολυνθεί ο πιο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός, τα τρία θεσμικά όργανα θα ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με τους κύριους στόχους και τις βασικές προτεραιότητες της πολιτικής των τριών θεσμικών οργάνων για τη νέα θητεία, καθώς και, στο μέτρο του δυνατού, για ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα.

Τα τρία θεσμικά όργανα, με πρωτοβουλία της Επιτροπής και όπως κρίνεται σκόπιμο, θα εκπονούν κοινά συμπεράσματα τα οποία θα υπογράφονται από τους Προέδρους των τριών θεσμικών οργάνων.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα πραγματοποιούν, με πρωτοβουλία της Επιτροπής, ενδιάμεση αναθεώρηση των εν λόγω κοινών συμπερασμάτων και θα προχωρούν ενδεχομένως σε προσαρμογές.

Ετήσιος προγραμματισμός – Πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής και διοργανικός προγραμματισμός

6.

Η Επιτροπή θα διεξάγει διάλογο με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αντίστοιχα, τόσο πριν όσο και μετά την έγκριση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της («πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής»). Ο εν λόγω διάλογος περιλαμβάνει τα εξής:

α)

έγκαιρες διμερείς ανταλλαγές απόψεων σχετικά με τις πρωτοβουλίες για το επόμενο έτος θα λαμβάνουν χώρα πριν από την υποβολή γραπτής συνεισφοράς από τον Πρόεδρο της Επιτροπής και τον Πρώτο Αντιπρόεδρό της, στην οποία θα καθορίζονται με τις αρμόζουσες λεπτομέρειες τα σημεία μείζονος πολιτικής σημασίας για το επόμενο έτος και θα περιλαμβάνονται ενδείξεις σχετικά με προβλεπόμενες αποσύρσεις προτάσεων της Επιτροπής («επιστολή προθέσεων»)·

β)

μετά τη συζήτηση σχετικά με την κατάσταση της Ένωσης, και πριν την έγκριση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα ανταλλάσσουν απόψεις με την Επιτροπή με βάση την επιστολή προθέσεων·

γ)

θα πραγματοποιείται ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων όσον αφορά το εγκριθέν ετήσιο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, σύμφωνα με την παράγραφο 7.

Η Επιτροπή θα λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε κάθε στάδιο του διαλόγου, περιλαμβανομένων των αιτημάτων τους για πρωτοβουλίες.

7.

Μετά την έγκριση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Επιτροπής και με βάση το πρόγραμμα αυτό, τα τρία θεσμικά όργανα θα ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με τις πρωτοβουλίες για το επόμενο έτος και θα συμφωνούν σε μια κοινή δήλωση με θέμα τον ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό («κοινή δήλωση»), η οποία θα υπογράφεται από τους Προέδρους των τριών θεσμικών οργάνων. Στην κοινή δήλωση θα καθορίζονται οι γενικοί στόχοι και προτεραιότητες για το επόμενο έτος και θα προσδιορίζονται τα σημεία μείζονος πολιτικής σημασίας τα οποία, με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται από τις Συνθήκες στους συννομοθέτες, θα πρέπει να εξεταστούν κατά προτεραιότητα στη νομοθετική διαδικασία.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα παρακολουθούν τακτικά και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, την υλοποίηση της κοινής δήλωσης. Για τον σκοπό αυτό, τα τρία θεσμικά όργανα θα συμμετέχουν σε συζητήσεις σχετικά με την υλοποίηση της κοινής δήλωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και/ή το Συμβούλιο την άνοιξη του εκάστοτε έτους.

8.

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής θα περιλαμβάνει τις κυριότερες νομοθετικές και μη νομοθετικές προτάσεις για το επόμενο έτος, συμπεριλαμβανομένων των καταργήσεων, των αναδιατυπώσεων, των απλουστεύσεων και των αποσύρσεων. Για κάθε σημείο, στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής θα σημειώνονται τα ακόλουθα, εφόσον είναι γνωστά: η νομική βάση που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί· ο τύπος της νομικής πράξης· ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για έγκριση από την Επιτροπή· και οποιαδήποτε άλλη σχετική διαδικαστική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις εργασίες για εκτιμήσεις επιπτώσεων και αξιολόγηση.

9.

Σύμφωνα με τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας και της θεσμικής ισορροπίας, όταν η Επιτροπή προτίθεται να αποσύρει μια νομοθετική πρόταση, είτε πρόκειται να ακολουθήσει αναθεωρημένη πρόταση είτε όχι, οφείλει να παραθέτει τους λόγους για την απόσυρση αυτή και, κατά περίπτωση, να παρέχει ένδειξη των προβλεπόμενων επόμενων βημάτων μαζί με ακριβές χρονοδιάγραμμα, καθώς και να πραγματοποιεί τις κατάλληλες διοργανικές διαβουλεύσεις στη βάση αυτή. Η Επιτροπή θα λαμβάνει δεόντως υπόψη τις θέσεις των συννομοθετών και θα ανταποκρίνεται σε αυτές.

10.

Η Επιτροπή θα λαμβάνει εγκαίρως και λεπτομερώς υπόψη αιτήματα για προτάσεις ενωσιακών πράξεων που υποβάλλουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 225 ή το άρθρο 241 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχα.

Η Επιτροπή θα απαντά σε παρόμοια αιτήματα εντός τριών μηνών, αναφέροντας τη συνέχεια που προτίθεται να τους δώσει με την έκδοση συγκεκριμένης ανακοίνωσης. Αν η Επιτροπή αποφασίσει να μην υποβάλει πρόταση κατά την απάντηση σε παρόμοια αιτήματα, θα ενημερώνει το οικείο θεσμικό όργανο αιτιολογώντας λεπτομερώς αυτή της την απόφαση και θα συμπεριλαμβάνει, κατά περίπτωση, ανάλυση των πιθανών εναλλακτικών, καθώς και θα απαντά σε τυχόν θέματα που έχουν θίξει οι συννομοθέτες σε σχέση με τις αναλύσεις για την «ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία» και με το «κόστος της μη Ευρώπης».

Αν της ζητηθεί, η Επιτροπή θα παρουσιάζει την απάντησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

11.

Η Επιτροπή θα παρέχει τακτική ενημέρωση για τον προγραμματισμό της καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και θα αιτιολογεί οποιαδήποτε καθυστέρηση στην παρουσίαση των προτάσεων που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εργασίας της. Η Επιτροπή θα υποβάλλει σε τακτική βάση εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την υλοποίηση του προγράμματος εργασίας της για το συγκεκριμένο έτος.

III.   ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Εκτίμηση επιπτώσεων

12.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ως προς τη θετική συνεισφορά των εκτιμήσεων επιπτώσεων στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της Ένωσης.

Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων είναι ένα εργαλείο που βοηθά τα τρία θεσμικά όργανα να λάβουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις και δεν υποκαθιστούν τις πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δεν πρέπει να καθυστερούν αδικαιολόγητα τη νομοθετική διαδικασία ή να θίγουν τη δυνατότητα των συννομοθετών να προτείνουν τροποποιήσεις.

Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει να καλύπτουν την ύπαρξη, το μέγεθος και τις συνέπειες ενός προβλήματος και το ερώτημα κατά πόσον απαιτείται ανάληψη δράσης από την Ένωση. Θα πρέπει να χαρτογραφούν εναλλακτικές λύσεις και, στο μέτρο του δυνατού, το πιθανό βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο κόστος και όφελος, αξιολογώντας τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις με ολοκληρωμένο και ισορροπημένο τρόπο, καθώς και χρησιμοποιώντας τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές αναλύσεις. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας θα πρέπει να γίνονται πλήρως σεβαστές, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει επίσης να εξετάζουν, όπου είναι δυνατόν, το «κόστος της μη Ευρώπης» και τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα και τον διοικητικό φόρτο των διαφόρων επιλογών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις ΜΜΕ («προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις»), τις ψηφιακές πλευρές και τον εδαφικό αντίκτυπο. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει να βασίζονται σε ακριβή, αντικειμενικά και πλήρη στοιχεία και θα πρέπει να είναι αναλογικές όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την εστίασή τους.

13.

Η Επιτροπή θα διενεργεί εκτιμήσεις επιπτώσεων των νομοθετικών και μη νομοθετικών πρωτοβουλιών της, των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των μέτρων εφαρμογής που αναμένεται να έχουν σημαντικές οικονομικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις. Οι πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής ή στην κοινή δήλωση, θα συνοδεύονται κατά κανόνα από εκτίμηση επιπτώσεων.

Κατά τη δική της διαδικασία εκτίμησης επιπτώσεων, η Επιτροπή θα προβαίνει σε όσο το δυνατόν ευρύτερες διαβουλεύσεις. Η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου της Επιτροπής θα προβαίνει σε αντικειμενικό έλεγχο ποιότητας των εκτιμήσεων επιπτώσεων που διενεργεί η Επιτροπή. Τα τελικά αποτελέσματα των εκτιμήσεων επιπτώσεων θα κοινοποιούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια και θα δημοσιοποιούνται μαζί με τη (τις) γνώμη (-ες) της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου κατά τον χρόνο έγκρισης της πρωτοβουλίας της Επιτροπής.

14.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατά την εξέταση των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής, θα λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις εκτιμήσεις επιπτώσεων της Επιτροπής. Προς το σκοπό αυτό οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα παρουσιάζονται με τρόπο που να διευκολύνει την εξέταση των επιλογών της Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

15.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όταν κρίνουν ότι είναι αρμόζον και απαραίτητο για τη νομοθετική διαδικασία, θα πραγματοποιούν εκτιμήσεις επιπτώσεων σε ό,τι αφορά τις ουσιώδεις τροποποιήσεις τους στην πρόταση της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα χρησιμοποιούν, κατά γενικό κανόνα, ως αφετηρία των περαιτέρω εργασιών τους την εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής. Ο ορισμός της «ουσιώδους» τροποποίησης θα εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο όργανο.

16.

Η Επιτροπή δύναται, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν πρόσκλησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, να συμπληρώνει την εκτίμηση επιπτώσεών της ή να πραγματοποιεί άλλες αναλυτικές εργασίες που θεωρεί απαραίτητες. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, το στάδιο στο οποίο έχει φτάσει η νομοθετική διαδικασία και την ανάγκη να αποφευχθούν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην εν λόγω διαδικασία. Οι συννομοθέτες θα λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους τυχόν πρόσθετα στοιχεία που παρέχει εν προκειμένω η Επιτροπή.

17.

Καθένα από τα τρία θεσμικά όργανα είναι αρμόδιο να καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης των εργασιών του σχετικά με την εκτίμηση επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών οργανωτικών πόρων και ελέγχου ποιότητας. Τα τρία θεσμικά όργανα θα συνεργάζονται, σε τακτική βάση, ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τις βέλτιστες πρακτικές και τις μεθοδολογίες με θέμα τις εκτιμήσεις επιπτώσεων, δίνοντας στο καθένα τη δυνατότητα να βελτιώσει περαιτέρω τη μεθοδολογία και τις διαδικασίες του, καθώς και τη συνεκτικότητα του συνολικού έργου στον τομέα της εκτίμησης επιπτώσεων.

18.

Η αρχική εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής και τυχόν πρόσθετες εκτιμήσεις επιπτώσεων που πραγματοποιούν τα θεσμικά όργανα κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας θα δημοσιοποιούνται έως το τέλος της νομοθετικής διαδικασίας και θα μπορούν, ως ενιαίο σύνολο πλέον, να αποτελούν τη βάση της αξιολόγησης.

Διαβουλεύσεις με το κοινό και με τους ενδιαφερομένους και σχόλια

19.

Η διαβούλευση με το κοινό και με τους ενδιαφερομένους αποτελεί ουσιώδες συστατικό της εμπεριστατωμένης λήψης αποφάσεων και της βελτίωσης της ποιότητας του νομοθετικού έργου. Με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων ρυθμίσεων που ισχύουν για τις προτάσεις της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 155 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν από την έκδοση μιας πρότασής της, η Επιτροπή θα πραγματοποιεί δημόσιες διαβουλεύσεις με ανοικτό και διαφανή τρόπο, εξασφαλίζοντας ότι οι λεπτομέρειες και οι προθεσμίες τους επιτρέπουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή. Η Επιτροπή θα ενθαρρύνει ιδίως την άμεση συμμετοχή ΜΜΕ και άλλων τελικών χρηστών στις διαβουλεύσεις. Η εν λόγω διαδικασία θα περιλαμβάνει δημόσιες διαδικτυακές διαβουλεύσεις. Τα αποτελέσματα των εν διαβουλεύσεων με το κοινό και τους ενδιαφερομένους θα κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση και στους δύο συννομοθέτες και θα δημοσιοποιούνται.

Εκ των υστέρων αξιολόγηση της ισχύουσας νομοθεσίας

20.

Τα τρία θεσμικά όργανα επιβεβαιώνουν τη σημασία που έχει η μέγιστη δυνατή συνοχή και συνεκτικότητα όσον αφορά την οργάνωση των εργασιών αξιολόγησης της απόδοσης της ενωσιακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διαβουλεύσεων με το κοινό και με τους ενδιαφερομένους.

21.

Η Επιτροπή θα ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τον πολυετή προγραμματισμό της όσον αφορά τις αξιολογήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας και, στο μέτρο του δυνατού, θα περιλαμβάνει τα αιτήματά τους για εις βάθος αξιολόγηση συγκεκριμένων τομέων πολιτικής ή νομικών πράξεων.

Ο προγραμματισμός της Επιτροπής για τη διενέργεια αξιολογήσεων θα τηρεί το χρονοδιάγραμμα σχετικά με τις εκθέσεις και τις αναθεωρήσεις όπως ορίζεται στη νομοθεσία της Ένωσης.

22.

Στο πλαίσιο του νομοθετικού κύκλου, οι αξιολογήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας και πολιτικής –με βάση την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, τη συνάφεια, τη συνεκτικότητα και την προστιθέμενη αξία– θα πρέπει να αποτελούν τη βάση των εκτιμήσεων επιπτώσεων των επιλογών περαιτέρω δράσης. Προς υποστήριξη των εν λόγω διαδικασιών, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να θεσπίσουν, εφόσον αρμόζει, στη νομοθεσία απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή εκθέσεων, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση, αποφεύγοντας παράλληλα την υπερβολική ρύθμιση και τον διοικητικό φόρτο, ιδίως για τα κράτη μέλη. Κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν μετρήσιμους δείκτες ως βάση για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τις επιπτώσεις της νομοθεσίας στην πράξη.

23.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να λαμβάνουν συστηματικά υπόψη τη χρήση ρητρών αναθεώρησης στη νομοθεσία και να συνυπολογίζουν τον χρόνο που απαιτείται για την εφαρμογή και τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα εξετάζουν κατά πόσον είναι σκόπιμο να περιοριστεί η ισχύς ορισμένων νομοθετικών πράξεων σε καθορισμένο χρονικό διάστημα («ρήτρα λήξης ισχύος»).

24.

Τα τρία θεσμικά όργανα αλληλοενημερώνονται εγκαίρως προτού εγκρίνουν ή αναθεωρήσουν τις κατευθυντήριες γραμμές τους σχετικά με τα εργαλεία τους για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (διαβουλεύσεις με το κοινό και με τους ενδιαφερομένους, εκτιμήσεις επιπτώσεων και εκ των υστέρων αξιολογήσεις).

IV.   ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

25.

Για κάθε πρόταση, στην αιτιολογική έκθεση που τη συνοδεύει, η Επιτροπή παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξήγηση και αιτιολόγηση σχετικά με τη νομική βάση και τον τύπο της πράξης που επέλεξε. Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη διαφορετική φύση και τα διαφορετικά αποτελέσματα των κανονισμών και των οδηγιών.

Η Επιτροπή εξηγεί επίσης στις αιτιολογικές της εκθέσεις πώς αιτιολογούνται τα προτεινόμενα μέτρα υπό το πρίσμα των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και πώς συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η Επιτροπή αναφέρει, επιπλέον, τόσο το πεδίο εφαρμογής όσο και τα αποτελέσματα των τυχόν διαβουλεύσεων με το κοινό και τους ενδιαφερομένους, της εκτίμησης επιπτώσεων και της εκ των υστέρων αξιολόγησης της ισχύουσας νομοθεσίας που έχει πραγματοποιήσει.

Αν προβλέπεται τροποποίηση της νομικής βάσης που συνεπάγεται αλλαγή από τη συνήθη νομοθετική διαδικασία σε ειδική νομοθετική διαδικασία ή σε μη νομοθετική διαδικασία, τα τρία θεσμικά όργανα ανταλλάσσουν απόψεις.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι η επιλογή της νομικής βάσης αποτελεί νομική εκτίμηση η οποία πρέπει να γίνεται σε αντικειμενική βάση που επιδέχεται δικαστικό έλεγχο.

Η Επιτροπή θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται πλήρως στον θεσμικό ρόλο της ώστε να εξασφαλίσει ότι γίνονται σεβαστές οι Συνθήκες και η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

V.   ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

26.

Τα τρία θεσμικά όργανα υπογραμμίζουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και οι εκτελεστικές πράξεις στο δίκαιο της Ένωσης. Όταν χρησιμοποιούνται με αποτελεσματικό, διαφανή τρόπο και σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, αποτελούν αναπόσπαστο εργαλείο για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και συμβάλλουν στην ύπαρξη απλής, επικαιροποιημένης νομοθεσίας, καθώς και στην αποτελεσματική και ταχεία εφαρμογή της. Είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη να αποφασίσει κατά πόσον και σε ποιον βαθμό θα χρησιμοποιηθούν κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις, μέσα στα όρια που θέτουν οι Συνθήκες.

27.

Τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν την ανάγκη να ευθυγραμμιστεί όλη η υφιστάμενη νομοθεσία με το νομικό πλαίσιο που θέσπισε η Συνθήκη της Λισαβόνας, και ιδίως την ανάγκη να δώσουν ύψιστη προτεραιότητα στην ταχεία ευθυγράμμιση όλων των βασικών πράξεων που εξακολουθούν να αναφέρονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο. Η Επιτροπή θα προτείνει την εν λόγω τελευταία ευθυγράμμιση ως το τέλος του 2016.

28.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφώνησαν επί της συνημμένης κοινής αντίληψης σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και επί των σχετικών τυποποιημένων διατάξεων («κοινή αντίληψη»). Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη και με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας και της διαβούλευσης, η Επιτροπή δεσμεύεται να συγκεντρώνει, πριν από την έγκριση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, όλη την αναγκαία εμπειρογνωσία, μεταξύ άλλων μέσω της διαβούλευσης με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και μέσω διαβουλεύσεων με το κοινό.

Επιπλέον, και όποτε απαιτείται ευρύτερη εμπειρογνωσία κατά την πρώιμη εκπόνηση των σχεδίων εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή θα κάνει χρήση ομάδων εμπειρογνωμόνων, θα διαβουλεύεται με συγκεκριμένους ενδιαφερομένους και θα διενεργεί δημόσιες διαβουλεύσεις, κατά περίπτωση.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών. Οι εμπειρογνώμονες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής στις οποίες είναι προσκεκλημένοι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι οποίες αφορούν την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Η Επιτροπή μπορεί να προσκαλείται σε συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου με σκοπό να γίνει περαιτέρω ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα αρχίσουν αμελλητί διαπραγματεύσεις μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας συμφωνίας, ώστε να συμπληρωθεί η κοινή αντίληψη με την πρόβλεψη μη δεσμευτικών κριτηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

29.

Τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συγκροτήσουν, το αργότερο έως το τέλος του 2017, και σε στενή συνεργασία, κοινό λειτουργικό μητρώο κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, που θα παρέχει πληροφορίες με σωστά διαρθρωμένο και φιλικό προς τον χρήστη τρόπο, ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια, να διευκολυνθεί ο προγραμματισμός και να καταστεί δυνατή η ιχνηλασιμότητα όλων των διάφορων σταδίων του κύκλου ζωής μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης.

30.

Σε ό,τι αφορά την άσκηση εκτελεστικών εξουσιών από την Επιτροπή, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να μην προσθέσουν, στην ενωσιακή νομοθεσία, διαδικαστικές απαιτήσεις οι οποίες θα μετέβαλλαν τους μηχανισμούς ελέγχου που θεσπίζονται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Οι επιτροπές που ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει της διαδικασίας που ορίζει ο εν λόγω κανονισμός δεν θα πρέπει, υπό αυτή την ιδιότητα, να καλούνται να ασκήσουν άλλα καθήκοντα.

31.

Υπό τον όρο ότι η Επιτροπή παρέχει αντικειμενική αιτιολόγηση με βάση ουσιώδη σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αναθέσεις εξουσίας που περιλαμβάνονται στην ίδια νομοθετική πράξη, και αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στη νομοθετική πράξη, οι αναθέσεις εξουσίας μπορούν να συνδυάζονται. Οι διαβουλεύσεις κατά την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν για να υποδείξουν ποιες αναθέσεις εξουσίας θεωρείται ότι συνδέονται με ουσιώδη σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές, τυχόν αντίρρηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου θα επισημαίνει σαφώς σε ποια ανάθεση εξουσίας αναφέρεται ειδικά.

VI.   ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

32.

Τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν ότι η συνήθης νομοθετική διαδικασία αναπτύχθηκε βάσει τακτικών επαφών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Εμμένουν στη δέσμευσή τους να βελτιώσουν περαιτέρω το έργο που επιτελείται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, σύμφωνα με τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας, της διαφάνειας, της υποχρέωσης λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητας.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ειδικότερα ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ως συννομοθέτες, ασκούν τις εξουσίες τους επί ίσοις όροις. Η Επιτροπή ασκεί το ρόλο του διαμεσολαβητή επιφυλάσσοντας ίση μεταχείριση στους δύο βραχίονες της νομοθετικής αρχής με πλήρη σεβασμό στους ρόλους που αναθέτουν οι Συνθήκες στα τρία θεσμικά όργανα.

33.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα αλληλοενημερώνονται τακτικά καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας για τις εργασίες τους, τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις μεταξύ τους και τυχόν παρατηρήσεις που ενδέχεται να λαμβάνουν από τους ενδιαφερόμενους μέσω κατάλληλων διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου και του μεταξύ τους διαλόγου.

34.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφωνούν ως συννομοθέτες ότι είναι σημαντικό να διατηρούν στενές επαφές ήδη πριν από τις διοργανικές διαπραγματεύσεις, ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των αντιστοίχων θέσεών τους. Για το σκοπό αυτό θα διευκολύνουν την αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων προσκαλώντας εκπροσώπους των λοιπών θεσμικών οργάνων για άτυπη ανταλλαγή απόψεων σε τακτική βάση.

35.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, για λόγους αποτελεσματικότητας, θα εξασφαλίζουν καλύτερο συγχρονισμό της επεξεργασίας νομοθετικών προτάσεων από αυτούς. Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα συγκρίνουν ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα για τα διάφορα στάδια που οδηγούν στην τελική έγκριση κάθε νομοθετικής πρότασης.

36.

Τα τρία θεσμικά όργανα μπορούν, ανάλογα με την περίπτωση, να συμφωνούν να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για την επιτάχυνση της νομοθετικής διαδικασίας εξασφαλίζοντας συγχρόνως το σεβασμό των προνομίων των συννομοθετών καθώς και ότι διαφυλάσσεται η ποιότητα της νομοθεσίας.

37.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι η παροχή πληροφοριών στα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να επιτρέπει στα τελευταία να ασκούν πλήρως τα προνόμιά τους βάσει των Συνθηκών.

38.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα διασφαλίζουν τη διαφάνεια των νομοθετικών διαδικασιών βάσει της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας, μεταξύ άλλων με κατάλληλη διεξαγωγή των τριμερών διαπραγματεύσεων.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα βελτιώσουν την επικοινωνία με το κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια του νομοθετικού κύκλου και ειδικότερα θα ανακοινώνουν από κοινού την επιτυχή έκβαση της νομοθετικής διαδικασίας στη συνήθη νομοθετική διαδικασία μόλις επιτυγχάνουν συμφωνία, ιδίως μέσω κοινών συνεντεύξεων τύπου ή οποιωνδήποτε άλλων μέσων που θεωρούνται ενδεδειγμένα.

39.

Για να είναι εφικτή η ιχνηλασιμότητα των διαφόρων σταδίων της νομοθετικής διαδικασίας, τα τρία θεσμικά όργανα αναλαμβάνουν να προσδιορίσουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 τρόπους περαιτέρω ανάπτυξης πλατφορμών και εργαλείων για το σκοπό αυτόν, ώστε να δημιουργηθεί κοινή ειδική βάση δεδομένων σχετικά με την πρόοδο των εργασιών των νομοθετικών φακέλων.

40.

Τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν ότι είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι κάθε θεσμικό όργανο μπορεί να ασκεί τα δικαιώματά του και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών.

Τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συναντηθούν εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας προκειμένου να διαπραγματευτούν βελτιωμένες πρακτικές ρυθμίσεις για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο των Συνθηκών, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

VII.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

41.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν για τη σημασία μιας περισσότερο διαρθρωμένης συνεργασίας μεταξύ τους όταν αξιολογούν τη εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της Ένωσης με σκοπό τη βελτίωσή της μέσω μελλοντικής νομοθεσίας.

42.

Τα τρία θεσμικά όργανα τονίζουν την ανάγκη ταχείας και ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης στα κράτη μέλη. Η προθεσμία μεταφοράς των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο θα είναι όσο το δυνατόν μικρότερη και, σε γενικές γραμμές, δεν θα υπερβαίνει τη διετία.

43.

Τα τρία θεσμικά όργανα καλούν τα κράτη μέλη, όταν θεσπίζουν μέτρα για να μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο ή να εφαρμόσουν τη νομοθεσία της Ένωσης ή για να εξασφαλίσουν την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, να ανακοινώνουν με σαφήνεια στο κοινό τα εν λόγω μέτρα. Όταν κατά τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο τα κράτη μέλη επιλέγουν να προσθέτουν στοιχεία που δεν συνδέονται με κανέναν τρόπο με την εν λόγω νομοθεσία της Ένωσης, οι προσθήκες αυτές θα πρέπει να καθίστανται αναγνωρίσιμες είτε μέσω της ή των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο είτε μέσω συναφών εγγράφων.

44.

Τα τρία θεσμικά όργανα καλούν τα κράτη μέλη να συνεργάζονται με την Επιτροπή κατά τη συλλογή των πληροφοριών και των στοιχείων που απαιτούνται για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Τα τρία θεσμικά όργανα υπενθυμίζουν και τονίζουν τη σημασία της κοινής πολιτικής δήλωσης της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (7) και της κοινής πολιτικής δήλωσης της 27ης Οκτωβρίου 2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα τα οποία συνοδεύουν την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

45.

Η Επιτροπή θα συνεχίσει να υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης. Η εν λόγω έκθεση της Επιτροπής περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται, παραπομπή στις πληροφορίες της παραγράφου 43. Η Επιτροπή μπορεί να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την πορεία της εφαρμογής της συγκεκριμένης νομικής πράξης.

VIII.   ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ

46.

Τα τρία θεσμικά όργανα επιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους να χρησιμοποιούν συχνότερα τη νομοθετική τεχνική της αναδιατύπωσης για την τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας και με πλήρη σεβασμό της διοργανικής συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 για μία πιο συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων. Σε περίπτωση που δεν ενδείκνυται αναδιατύπωση, η Επιτροπή θα υποβάλλει πρόταση σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994 που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, το συντομότερο δυνατό μετά την έκδοση τροποποιητικής πράξης. Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει παρόμοια πρόταση, γνωστοποιεί τους λόγους.

47.

Τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να προωθούν τα πλέον αποτελεσματικά κανονιστικά μέσα, όπως είναι η εναρμόνιση και η αμοιβαία αναγνώριση, προς αποφυγή υπερβολικής ρύθμισης και διοικητικού φόρτου, καθώς και να υλοποιούν τους στόχους των Συνθηκών.

48.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να συνεργάζονται με στόχο την επικαιροποίηση και την απλούστευση της νομοθεσίας και προς αποφυγή της υπερβολικής ρύθμισης και του διοικητικού φόρτου για τους πολίτες, τις διοικητικές υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, ενώ συγχρόνως εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των στόχων της νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να ανταλλάσσουν απόψεις για το θέμα αυτό πριν από την οριστικοποίηση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής.

Ως συμμετοχή στο πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (πρόγραμμα REFIT), η Επιτροπή αναλαμβάνει να υποβάλλει σε ετήσια βάση επισκόπηση, συμπεριλαμβανομένης ετήσιας έρευνας του φόρτου που προκύπτει, των αποτελεσμάτων των προσπαθειών της Ένωσης για την απλούστευση της νομοθεσίας, προς αποφυγή της υπερβολικής ρύθμισης και για τη μείωση του διοικητικού φόρτου.

Με βάση τις εργασίες των θεσμικών οργάνων στον τομέα της εκτίμησης επιπτώσεων και αξιολόγησης και τις συμβολές των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη που προκύπτουν από το νομοθετικό έργο της Ένωσης, η Επιτροπή θα ποσοτικοποιήσει, εφόσον είναι εφικτό, τη μείωση του νομοθετικού φόρτου ή τις δυνατότητες εξοικονόμησης σε μεμονωμένες προτάσεις ή νομικές πράξεις.

Η Επιτροπή θα εξετάσει επίσης κατά πόσο είναι σκόπιμο να θεσπιστούν στο πρόγραμμα REFIT στόχοι για τη μείωση του φόρτου σε συγκεκριμένους τομείς.

IX.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

49.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι διαθέτουν τα μέσα και τους πόρους που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.

50.

Τα τρία θεσμικά όργανα θα παρακολουθούν από κοινού και σε τακτική βάση την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας σε πολιτικό επίπεδο με ετήσιες συζητήσεις, καθώς και σε τεχνικό επίπεδο στο πλαίσιο της διοργανικής ομάδας συντονισμού.

X.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

51.

Η παρούσα διοργανική συμφωνία αντικαθιστά τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (8) και τη διοργανική κοινή προσέγγιση για την εκτίμηση επιπτώσεων του Νοεμβρίου 2005 (9).

Το παράρτημα της παρούσας συμφωνίας αντικαθιστά την κοινή αντίληψη για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του 2011.

52.

Η παρούσα συμφωνία τίθεται σε ισχύ την ημέρα της υπογραφής της.

Съставено в Страсбург, 13 април 2016 г.

Hecho en Estrasburgo, el 13 de abril de 2016.

Ve Štrasburku dne 13. dubna 2016.

Udfærdiget i Strasbourg, den 13. april 2016.

Geschehen zu Straßburg am 13. April 2016.

Strasbourg, 13. aprill 2016

Έγινε στο Στρασβούργο, 13 Απριλίου 2016.

Done at Strasbourg, 13 April 2016.

Fait à Strasbourg, le 13 avril 2016.

Arna dhéanamh in Strasbourg, an 13 Aibreán 2016.

Sastavljeno u Strasbourgu 13. travnja 2016.

Fatto a Strasburgo, addì 13 aprile 2016.

Strasbūrā, 2016. gada 13. aprīlī.

Priimta Strasbūre 2016 m. balandžio 13 d.

Kelt Strasbourgban, 2016. április 13-én.

Magħmul fi Strasburgu, 13 ta' April 2016.

Gedaan te Straatsburg, 13 april 2016.

Sporządzono w Strasburgu dnia 13 kwietnia 2016 r.

Feito em Estrasbourgo, em 13 de abril de 2016.

Întocmit la Strasbourg 13 aprilie 2016.

V Štrasburgu 13. apríla 2016.

V Strasbourgu, 13. aprila 2016.

Tehty Strasbourgissa 13. huhtikuuta 2016.

Som skedde i Strasbourg den 13 april 2016.

За Европейския парламент

Por el Parlamento Europeo

Za Evropský parlament

For Europa-Parlamentet

Im Namen des Europäischen Parlaments

Euroopa Parlamendi nimel

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

For the European Parliament

Pour le Parlement européen

Thar ceann Pharlaimint na hEorpa

Za Europski parlament

Per il Parlamento europeo

Eiroparlamenta vārdā

Europos Parlamento vardu

Az Európai Parlament részéről

Għall-Parlament Ewropew

Voor het Europees Parlement

W imieniu Parlamentu Europejskiego

Pelo Parlamento Europeu

Pentru Parlamentul European

Za Európsky parlament

Za Evropski parlament

Euroopan parlamentin puolesta

På Europaparlamentets vägnar

За Съвета

Por el Consejo

Za Radu

På Rådets vegne

Im Namen des Rates

Nõukogu nimel

Για το Συμβούλιο

For the Council

Pour le Conseil

Thar ceann Comhairle

Za Vijeće

Per il Consiglio

Padomes vārdā

Tarybos vardu

A Tanács részéről

Għall-Kunsill

Voor de Raad

W imieniu Rady

Pelo Conselho

Pentru Consiliu

Za Radu

Za Svet

Neuvoston puolesta

På rådets vägnar

За Комисията

Por la Comisión

Za Komisi

På Kommissionens vegne

Im Namen der Kommission

Komisjoni nimel

Για την Επιτροπή

For the Commission

Pour la Commission

Thar ceann an Choimisiúin

Za Komisiju

Per la Commissione

Komisijas vārdā

Komisijos vardu

A Bizottság részéről

Għall-Kummissjoni

Voor de Commissie

W imieniu Komisji

Pela Comissão

Pentru Comisie

Za Komisiu

Za Komisijo

Komission puolesta

På kommissionens vägnar

Председател/El Presidente/Předseda/Formand/Der Präsident/President-Eesistuja/O Πρóεδρος/The President/Le Président/An tUachtarán/Predsjednik/Il Presidente/Priekšsēdētājs/Pirmininkas/Az elnök/Il-President/de Voorzitter/Przewodniczący/O Presidente/Președintele/Predseda/Predsednik/Puheenjohtaja/Ordförande

Image

Martin SCHULZ

Image

Jeanine Antoinette HENNIS-PLASSCHAERT

Image

Jean-Claude JUNCKER


(1)  EE C 102 της 4.4.1996, σ. 2.

(2)  ΕΕ C 73 της 17.3.1999, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.

(4)  EE C 145 της 30.6.2007, σ. 5.

(5)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 15.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(8)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(9)  http://ec.europa.eu/smart-regulation/impact/key_docs/docs/ii_common_approach_to_ia_en.pdf


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κοινή αντίληψη μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Ι.   Πεδίο εφαρμογής και γενικές αρχές

1.

Η παρούσα κοινή αντίληψη βασίζεται στην κοινή αντίληψη για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του 2011 και την αντικαθιστά, και εξορθολογίζει την πρακτική που καθιερώθηκε έκτοτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Καθορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις και τις συμφωνημένες διευκρινίσεις και προτιμήσεις σχετικά με τις αναθέσεις νομοθετικής εξουσίας, δυνάμει του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι οι στόχοι, το περιεχόμενο, η έκταση και η διάρκεια μιας ανάθεσης εξουσίας ορίζονται ρητά σε κάθε νομοθετική πράξη που περιλαμβάνει τέτοια ανάθεση εξουσίας («η βασική πράξη»).

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή (τα τρία θεσμικά όργανα), κατά την άσκηση των εξουσιών τους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στη ΣΛΕΕ, συνεργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας με στόχο την ομαλή άσκηση της ανατιθέμενης εξουσίας και τον αποτελεσματικό έλεγχο της εν λόγω εξουσίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Για τον σκοπό αυτό πραγματοποιούνται οι δέουσες επαφές σε διοικητικό επίπεδο.

3.

Τα οικεία θεσμικά όργανα, όταν προτείνουν εξουσιοδότηση ή αναθέτουν εξουσία δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, ανάλογα με τη διαδικασία έκδοσης της βασικής πράξης, αναλαμβάνουν τη δέσμευση να χρησιμοποιούν, στο μέτρο του δυνατού, τις τυποποιημένες διατάξεις στο προσάρτημα της παρούσας κοινής αντίληψης.

II.   Διαβουλεύσεις κατά την προετοιμασία και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων

4.

Η Επιτροπή διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες, οι οποίοι ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, κατά την προετοιμασία των σχεδίων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Πραγματοποιούνται εγκαίρως διαβουλεύσεις με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών σχετικά με καθένα από τα σχέδια των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που καταρτίζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής (*). Τα σχέδια των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων διαβιβάζονται και στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών. Οι διαβουλεύσεις αυτές πραγματοποιούνται μέσω των υφιστάμενων ομάδων εμπειρογνωμόνων ή μέσω ad hoc συνεδριάσεων με εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη, για τις οποίες η Επιτροπή αποστέλλει προσκλήσεις μέσω των μόνιμων αντιπροσωπιών όλων των κρατών μελών. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποιοι εμπειρογνώμονες πρόκειται να συμμετέχουν. Τα σχέδια των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης και οποιαδήποτε άλλα σχετικά έγγραφα θα παρέχονται στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών εγκαίρως, ώστε να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο για να προετοιμαστούν.

5.

Στο τέλος κάθε συνεδρίασης με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών ή στη συνέχεια που δίνεται στις συνεδριάσεις αυτές, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αναφέρουν τα συμπεράσματα που έχουν συναχθεί από τις συζητήσεις, συμπεριλαμβανομένου του πώς θα λάβουν υπόψη τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων, καθώς και πώς προτίθενται να προχωρήσουν. Τα εν λόγω συμπεράσματα θα καταγράφονται στα πρακτικά της συνεδρίασης.

6.

Η προετοιμασία και η κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους.

7.

Σε περίπτωση που το ουσιαστικό περιεχόμενο ενός σχεδίου κατ’ εξουσιοδότηση πράξης αλλάξει με οποιονδήποτε τρόπο, η Επιτροπή δίνει στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών την ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους γραπτώς όπου κρίνεται σκόπιμο, επί της τροποποιημένης μορφής του σχεδίου κατ’ εξουσιοδότηση πράξης.

8.

Η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη περιλαμβάνει σύνοψη της διαδικασίας διαβουλεύσεων.

9.

Η Επιτροπή καθιστά διαθέσιμους ενδεικτικούς καταλόγους των σχεδιαζόμενων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σε τακτά χρονικά διαστήματα.

10.

Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, διασφαλίζει ότι όλα τα έγγραφα συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων των πράξεων διαβιβάζονται εγκαίρως και ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, όπως και στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.

11.

Όταν το θεωρούν αναγκαίο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να στέλνουν το καθένα εμπειρογνώμονες στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στις οποίες είναι προσκεκλημένοι οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών. Για τον σκοπό αυτό διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ο προγραμματισμός των επόμενων μηνών και οι προσκλήσεις για όλες τις συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων.

12.

Τα τρία θεσμικά όργανα γνωστοποιούν το ένα στο άλλο τις αντίστοιχες λειτουργικές γραμματοθυρίδες τους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη διαβίβαση και την παραλαβή όλων των εγγράφων που αφορούν τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Μόλις συγκροτηθεί το μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 29 της παρούσας συμφωνίας, θα χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό.

ΙΙΙ.   Κανόνες για τη διαβίβαση των εγγράφων και τον υπολογισμό των χρονικών περιόδων

13.

Μέσω κατάλληλου μηχανισμού, η Επιτροπή διαβιβάζει επίσημα τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η επεξεργασία των διαβαθμισμένων εγγράφων γίνεται σύμφωνα με τις εσωτερικές διοικητικές διαδικασίες που θεσπίζει κάθε θεσμικό όργανο, ώστε να παρέχονται όλα τα απαιτούμενα εχέγγυα.

14.

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 290 ΣΛΕΕ εντός των προθεσμιών που καθορίζονται σε κάθε βασική πράξη, η Επιτροπή δεν διαβιβάζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά τη διάρκεια των εξής χρονικών περιόδων:

από την 22α Δεκεμβρίου έως την 6η Ιανουαρίου,

από τη 15η Ιουλίου έως την 20ή Αυγούστου.

Αυτές οι χρονικές περίοδοι ισχύουν μόνον όταν η προθεσμία διατύπωσης αντιρρήσεων βασίζεται στο σημείο 18.

Αυτές οι χρονικές περίοδοι δεν ισχύουν για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος, όπως προβλέπεται στο μέρος VI της παρούσας κοινής αντίληψης. Σε περίπτωση που κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος κατά τη διάρκεια μίας από τις χρονικές περιόδους που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η προθεσμία διατύπωσης αντιρρήσεων που προβλέπεται στη βασική πράξη αρχίζει να υπολογίζεται μόνον όταν λήξει η εν λόγω χρονική περίοδος.

Έως τον Οκτώβριο του έτους που προηγείται των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν για ρύθμιση σχετικά με την κοινοποίηση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το χρονικό διάστημα διακοπής των εργασιών λόγω εκλογών.

15.

Η χρονική περίοδος για τη διατύπωση αντιρρήσεων αρχίζει να υπολογίζεται όταν παραληφθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όλες οι επίσημες γλωσσικές εκδοχές της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης.

ΙV.   Διάρκεια της εξουσιοδότησης

16.

Με τη βασική πράξη μπορεί να ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για αόριστη ή ορισμένη χρονική περίοδο.

17.

Στις περιπτώσεις που προβλέπεται ορισμένη χρονική περίοδος, η βασική πράξη θα πρέπει καταρχήν να ορίζει ότι η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για χρονικές περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν στην παράταση αυτή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε χρονικής περιόδου. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εξουσία που της έχει ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη κάθε χρονικής περιόδου. Το παρόν σημείο δεν θίγει το δικαίωμα ανάκλησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

V.   Προθεσμίες για τη διατύπωση αντίρρησης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

18.

Με την επιφύλαξη της διαδικασίας επείγοντος, η χρονική περίοδος για τη διατύπωση αντιρρήσεων που καθορίζεται κατά περίπτωση σε κάθε βασική πράξη θα πρέπει καταρχήν να διαρκεί τουλάχιστον δύο μήνες, με δυνατότητα παράτασης για άλλους δύο μήνες με πρωτοβουλία κάθε θεσμικού οργάνου (του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου).

19.

Ωστόσο, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από τη λήξη της εν λόγω χρονικής περιόδου, εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις.

VI.   Διαδικασία επείγοντος

20.

Η διαδικασία επείγοντος θα πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε θέματα ασφάλειας και προστασίας, προστασίας της υγείας και της ασφάλειας ή εξωτερικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπιστικών κρίσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να αιτιολογούν την επιλογή της διαδικασίας επείγοντος στη βασική πράξη. Η βασική πράξη καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να χρησιμοποιείται η διαδικασία επείγοντος.

21.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να ενημερώνει πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πιθανότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξης σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος. Αμέσως μόλις οι υπηρεσίες της Επιτροπής προβλέψουν μια τέτοια πιθανότητα, ενημερώνουν ανεπίσημα τις γραμματείες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου μέσω των λειτουργικών γραμματοθυρίδων που αναφέρονται στο σημείο 12.

22.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος τίθεται σε ισχύ αμέσως και εφαρμόζεται εφόσον δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στη βασική πράξη. Σε περίπτωση που διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μετά την κοινοποίηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο της απόφασης περί διατύπωσης αντιρρήσεων.

23.

Κατά την κοινοποίηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος, η Επιτροπή εκθέτει τους λόγους για τη χρήση της εν λόγω διαδικασίας.

VII.   Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα

24.

Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δημοσιεύονται στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον μετά την παρέλευση της προθεσμίας για τη διατύπωση αντιρρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση που αναφέρεται στο σημείο 19. Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος δημοσιεύονται χωρίς καθυστέρηση.

25.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 297 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου περί ανάκλησης ανάθεσης εξουσίας, διατύπωσης αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος ή αντίθεσης στη σιωπηρή παράταση της εξουσιοδότησης δημοσιεύονται επίσης στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αποφάσεις ανάκλησης αρχίζουν να ισχύουν την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

26.

Η Επιτροπή δημοσιεύει επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αποφάσεις που καταργούν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία επείγοντος.

VIIΙ.   Αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, ιδίως σε περίπτωση ανάκλησης

27.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους για εφαρμογή των όρων που τίθενται στη βασική πράξη, αλληλοενημερώνονται και ενημερώνουν την Επιτροπή.

28.

Όταν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο κινεί διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάκληση ανάθεσης εξουσίας, ενημερώνει τα άλλα δύο θεσμικά όργανα το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήψη της απόφασης ανάκλησης.


(*)  Οι ειδικοί όροι της διαδικασίας για την εκπόνηση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων (ΡΤΠ) όπως περιγράφονται στους κανονισμούς ΕΕΑ [Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12), Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48) και Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84)] θα λαμβάνονται υπόψη με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων περί διαβούλευσης που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.

Προσάρτημα

Τυποποιημένες διατάξεις

Αιτιολογική σκέψη:

Προκειμένου να … [στόχος], θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά … [περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής]. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου της 13ης Απριλίου 2016. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Άρθρο(-α) περί εξουσιοδότησης

[Η Επιτροπή εκδίδει]/[Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει] κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο [Α], όσον αφορά … [περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής].

Η ακόλουθη συμπληρωματική παράγραφος πρέπει να προστίθεται στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η διαδικασία επείγοντος:

Όταν, στην περίπτωση … [περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής], το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου [Β].

Άρθρο [Α]

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

[διάρκεια]

Επιλογή 1:

2.

Η προβλεπόμενη στο άρθρο (στα άρθρα) … εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την … [ημερομηνία έναρξης ισχύος της βασικής νομοθετικής πράξης ή από οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ορίζουν οι συννομοθέτες].

Επιλογή 2:

2.

Η προβλεπόμενη στο(-α) άρθρο(-α) … εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο … ετών από την … [ημερομηνία έναρξης ισχύος της βασικής νομοθετικής πράξης ή από οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ορίζουν οι συννομοθέτες]. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των … ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

Επιλογή 3:

2.

Η προβλεπόμενη στο(-α) άρθρο(-α) … εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο … ετών από την … [ημερομηνία έναρξης ισχύος της βασικής νομοθετικής πράξης ή από οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ορίζουν οι συννομοθέτες].

3.

Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο(-α) άρθρο(-α) … μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.

Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου της 13ης Απριλίου 2016.

5.

Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του [των] άρθρου [-ων] … τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός [δύο μηνών] από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά [δύο μήνες] κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Το ακόλουθο συμπληρωματικό άρθρο πρέπει να προστίθεται στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η διαδικασία επείγοντος:

Άρθρο [Β]

Διαδικασία επείγοντος

1.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζει να ισχύει αμέσως και εφαρμόζεται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου [Α] παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.