violate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | violate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | violates |
αόριστος | violated |
παθητική μετοχή | violated |
ενεργητική μετοχή | violating |
Ρήμα
[επεξεργασία]violate (en)
- (επίσημο) παραβιάζω κανόνες, συμφωνίες κλπ
- ↪ The law was blatantly violated.
- Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.
- ↪ The law was blatantly violated.