μεγάφωνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγάφωνο τα μεγάφωνα
      γενική του μεγάφωνου
μεγαφώνου
των μεγάφωνων
μεγαφώνων
    αιτιατική το μεγάφωνο τα μεγάφωνα
     κλητική μεγάφωνο μεγάφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγάφωνο < → δείτε τις λέξεις μέγας και φωνή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μεγάφωνο ουδέτερο

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις