καθηγητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καθηγητής | οι | καθηγητές & καθηγητάδες ** |
γενική | του | καθηγητή & καθηγητού * |
των | καθηγητών & καθηγητάδων |
αιτιατική | τον | καθηγητή | τους | καθηγητές & καθηγητάδες |
κλητική | καθηγητή & καθηγητά * |
καθηγητές & καθηγητάδες | ||
* λόγιος τύπος σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος λόγου ** οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι | ||||
Κατηγορία όπως «καθηγητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- καθηγητής < ελληνιστική κοινή καθηγητής < αρχαία ελληνική καθηγέομαι < κατά (καθ-) + ἡγέομαι (οδηγώ, προηγούμαι και δείχνω τον δρόμο) < + -τής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θi.ʝiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θη‐γη‐τής
Ουσιαστικό
καθηγητής αρσενικό (θηλυκό καθηγήτρια)
- ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- ο εκπαιδευτικός που διδάσκει οποιοδήποτε επιστημονικό αντικείμενο σε ενήλικες σε ένα εκπαιδευτικό φορέα, εκπαιδευτικό ίδρυμα, οικοδοδιδασκαλείο, εκπαιδευτήριο, φροντιστήριο κ.λπ.
- ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, ιδιαίτερα αυτός με βαθμίδα ανώτερη του λέκτορα (επίκουρος, αναπληρωτής, ομότιμος κ.λπ.)
- τίτλος γιατρών που απορρέει από την πανεπιστημιακή τους ιδιότητα, αποδίδεται όμως και σε διευθυντές κλινικών που μπορεί να μην έχουν πανεπιστημιακή θέση
- θέλω να με εξετάσει ο κύριος καθηγητής, όχι οι βοηθοί του
- (μεταφορικά) αυτός που είναι ειδικός σε κάτι, εξπέρ
- Αν ξέρει πόκερ ο Κώστας; Μα αυτός είναι καθηγητής!
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Παράγωγα
Συγγενικά
- καθηγεσία
- καθηγητικός
- καθηγητηλίκι
- καθηγούμενος
- → και δείτε τις λέξεις κατά και ηγούμαι
Μεταφράσεις
καθηγητής πανεπιστημίου
Αρχαία ελληνικά (grc)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καθηγητής | οἱ | καθηγηταί |
γενική | τοῦ | καθηγητοῦ | τῶν | καθηγητῶν |
δοτική | τῷ | καθηγητῇ | τοῖς | καθηγηταῖς |
αιτιατική | τὸν | καθηγητήν | τοὺς | καθηγητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | καθηγητᾰ́ | καθηγηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθηγητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καθηγηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- καθηγητής < καθηγέομαι < κατά + ἡγέομαι (οδηγώ, προηγούμαι και δείχνω το δρόμο)
Ουσιαστικό
καθηγητής αρσενικό και καθηγήτωρ αρσενικό, καθηγήτειρα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή)
- οδηγός
- δάσκαλος
- ※ καὶ πλείονας παρ΄ Ἀριστοτέλους τοῦ καθηγητοῦ ἢ παρὰ Φιλίππου τοῦ πατρὸς ἀφορμὰς ἔχων διέβαινεν ἐπὶ Πέρσας (Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς, 327e, 1ος αι.)
- ※ Ζῆλος και ζηλοτυπία διαφέρει: Ζηλοτυπία μέν γάρ ἒστιν αὐτό τό πάθος, ἢγουν τό ἐν μίσει ὑπάρχον· ζῆλος δὲ μίμησις καλοῦ, οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς (Ammonius (Grammaticus), De differentia adfinium vocabulorum, 1822, σελ. 63 [1]. ΣτΕ: Σημειώνεται ότι συγγραφέας του κειμένου θεωρείται ο Φίλων ο Βύβλιος)
Πηγές
- καθηγητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθηγητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καθηγητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καθ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)