ακαταλαβίστικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταλαβίστικος η ακαταλαβίστικη το ακαταλαβίστικο
      γενική του ακαταλαβίστικου της ακαταλαβίστικης του ακαταλαβίστικου
    αιτιατική τον ακαταλαβίστικο την ακαταλαβίστικη το ακαταλαβίστικο
     κλητική ακαταλαβίστικε ακαταλαβίστικη ακαταλαβίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταλαβίστικοι οι ακαταλαβίστικες τα ακαταλαβίστικα
      γενική των ακαταλαβίστικων των ακαταλαβίστικων των ακαταλαβίστικων
    αιτιατική τους ακαταλαβίστικους τις ακαταλαβίστικες τα ακαταλαβίστικα
     κλητική ακαταλαβίστικοι ακαταλαβίστικες ακαταλαβίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαταλαβίστικος < α- στερητικό + καταλαβαίνω + -ίστικος

Επίθετο

ακαταλαβίστικος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

→ δείτε τις λέξεις ακατανόητος και δυσνόητος