ζαγάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαγάρι τα ζαγάρια
      γενική του ζαγαριού των ζαγαριών
    αιτιατική το ζαγάρι τα ζαγάρια
     κλητική ζαγάρι ζαγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαγάρι(ο)ν < οθωμανική τουρκική زغر (τουρκική zağar)

Προφορά

ΔΦΑ : /zaˈɣa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐γά‐ρι

Ουσιαστικό

ζαγάρι ουδέτερο

  1. (δημοτική, λαϊκότροπο) κυνηγόσκυλο
    ※  19ος αιώνας, Γεώργιος Βιζυηνός, Ἀτθίδες Αὖραι, Η βροχή, (1884), (απόσπασμα), στ. 15 (στίχοι 13-16)
    Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια
    διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,
    κυνηγοῦν σὰν τὰ ζαγάρια,
    γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.
  2. (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) παλιόσκυλο, τιποτένιος άνθρωπος (γενικότερα μειωτικός, προσβλητικός, ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός άδηλης σημασίας)
    ※  «…Ο Βελη-Γκέκας το σκυλί, το άπιστο ζαγάρι» (λαϊκό τραγούδι για τον Κατσαντώνη)
    ※  «Σκασμός, ζαγάρι, η τράπουλα είναι δική μου, τα χαρτιά θα κάνουν ό,τι θέλω εγώ» (Σημερινή (Κύπρου), 23/4/2004)
  3. (μεταφορικά, προφορικό, σπανιότερα εγκωμιαστικό) άτιμος
    Βρε, το ζαγάρι, βρε το ατιμούλικο! Πάλι τα κατάφερε το παιδάκι μου!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές


Ετυμολογία

ζαγάρι < ζαγάριν < ζαγάριον

Ουσιαστικό

ζαγάρι ουδέτερο

Πηγές

  • σελ. 130 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi