κόπακας

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 20:39, 6 Οκτωβρίου 2024 από τον Nikos1nikos1 (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: {{δείτε|Κόπακας}} =={{-el-}}== {{el-κλίση-'φύλακας'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|ota|el|كوپك|tr=köpek|t=σκύλος}} ==={{ουσιαστικό|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{α}} # {{ετ|ιδιωματικό}} σκυλάκι ή μικρός λαγός # {{ετ|μτφρ}} νέος άνθρωπος ==={{πηγές}}=== * {{Π:Κασσωτάκης|σελ=396}} {{κλείδα-ελλ}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόπακας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπακας οι κόπακες
      γενική του κόπακα των κοπάκων
    αιτιατική τον κόπακα τους κόπακες
     κλητική κόπακα κόπακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόπακας < οθωμανική τουρκική كوپك (köpek, σκύλος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόπακας αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) σκυλάκι ή μικρός λαγός
  2. (μεταφορικά) νέος άνθρωπος
  • Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.396