ζηλοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζηλοτυπία < αρχαία ελληνική < ζηλότυπος < ζήλεια + -τυπία
Ουσιαστικό
ζηλοτυπία θηλυκό
- η παθολογική ζήλια για τον/την ερωτικό σύντροφο ή σύζυγο
Εκφράσεις
- σκηνή ζηλοτυπίας: επεισοδιακή έκρηξη ζηλοτυπίας, συνήθως μπροστά σε κόσμο