vojo
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojo | vojoj |
αιτιατική | vojon | vojojn |
vojo (eo)
- ο δρόμος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojo | vojoj |
αιτιατική | vojon | vojojn |
vojo (eo)