πουλάω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 38: Γραμμή 38:
* [[πουλητής]] (''προφορικό'')
* [[πουλητής]] (''προφορικό'')
{{βλ|και=1|πωλώ}} ''για το θέμα'' '''πωλ-'''
{{βλ|και=1|πωλώ}} ''για το θέμα'' '''πωλ-'''

===={{εκφράσεις}}====
* [[πουλάω αγάπη]], [[πουλάω έρωτα]]


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 08:06, 8 Οκτωβρίου 2024

Ετυμολογία

πουλάω < πουλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πωλῶ με [o] > [u][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel-

Προφορά

ΔΦΑ : /puˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐λά‐ω

Ρήμα

πουλάω/πουλώ, αόρ.: πούλησα, παθ.φωνή: πουλιέμαι, π.αόρ.: πουλήθηκα, μτχ.π.π.: πουλημένος

  1. μεταφέρω ορισμένο αγαθό ή δικαίωμα ενάντι χρηματικής αποζημίωσης
  2. διαθέτω προς πώληση
  3. (μεταφορικά) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

Σύνθετα

δείτε και τα συγγενικά τους

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη πωλώ για το θέμα πωλ-

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές