πάπια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 26: | Γραμμή 26: | ||
: {{συνων}} '''κάνω το [[κορόιδο]]''' |
: {{συνων}} '''κάνω το [[κορόιδο]]''' |
||
* '''μια πάπια, μα ποια πάπια; μια πάπια με παπιά''' ([[γλωσσοδέτης]]) |
* '''μια πάπια, μα ποια πάπια; μια πάπια με παπιά''' ([[γλωσσοδέτης]]) |
||
===={{βλέπε}}==== |
|||
{{ΒΠ}} |
|||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 12:53, 19 Μαΐου 2024
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάπια | οι | πάπιες |
γενική | της | πάπιας | — | |
αιτιατική | την | πάπια | τις | πάπιες |
κλητική | πάπια | πάπιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πάπια < μεσαιωνική ελληνική πάπια < (ηχομιμητική λέξη) (πα πα)
Ουσιαστικό
πάπια θηλυκό
- (πτηνό) νηκτικό πτηνό που μοιάζει με τη χήνα, αλλά μικρότερο σε μέγεθος
- (μεταφορικά) δοχείο που χρησιμοποιείται κυρίως στα νοσοκομεία για την ούρηση των κατάκοιτων ασθενών
- (μεταφορικά) μικρή μοτοσικλέτα, παπί, παπάκι
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
- κάνω την πάπια : παριστάνω τον ανήξερο
- μια πάπια, μα ποια πάπια; μια πάπια με παπιά (γλωσσοδέτης)
Δείτε επίσης
- πάπια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
πτηνό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)