ζαγάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{ουσιαστικό|el}}: προσθήκη παραθέματος |
|||
Γραμμή 11: | Γραμμή 11: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
# ({{δημοτική|0=-}}, {{ετ|λαϊκ|0=-}}) [[κυνηγόσκυλο]] |
# ({{δημοτική|0=-}}, {{ετ|λαϊκ|0=-}}) [[κυνηγόσκυλο]] |
||
#::{{παράθεμα|ποίηση}} '''19ος''' αιώνας, <small>{{β|Γεώργιος Βιζυηνός}}, {{βθ|Η Βροχή|''Ἀτθίδες Αὖραι, |
#::{{παράθεμα|ποίηση}} '''19ος''' αιώνας, <small>{{β|Γεώργιος Βιζυηνός}}, {{βθ|Η Βροχή|''Ἀτθίδες Αὖραι, Ἡ βροχή''}}, (1884), (απόσπασμα), στ. 15 (13-16)</small> |
||
#::''Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια''<br>''διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,''<br>''κυνηγοῦν σὰν τὰ '''ζαγάρια,'''''<br>''γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.'' |
#::''Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια''<br>''διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,''<br>''κυνηγοῦν σὰν τὰ '''ζαγάρια,'''''<br>''γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.'' |
||
# {{ετικ|μτφρ|προφ|μειωτ}} [[παλιόσκυλο]], [[τιποτένιος|τιποτένιος]] άνθρωπος (''γενικότερα [[μειωτικός]], [[προσβλητικός]], ή [[περιφρονητικός]] [[χαρακτηρισμός]] άδηλης [[σημασία]]ς'') |
# {{ετικ|μτφρ|προφ|μειωτ}} [[παλιόσκυλο]], [[τιποτένιος|τιποτένιος]] άνθρωπος (''γενικότερα [[μειωτικός]], [[προσβλητικός]], ή [[περιφρονητικός]] [[χαρακτηρισμός]] άδηλης [[σημασία]]ς'') |
Αναθεώρηση της 16:37, 7 Οκτωβρίου 2024
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
γενική | του | ζαγαριού | των | ζαγαριών |
αιτιατική | το | ζαγάρι | τα | ζαγάρια |
κλητική | ζαγάρι | ζαγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ζαγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαγάρι(ο)ν < οθωμανική τουρκική زغر (τουρκική zağar)
Προφορά
- ΔΦΑ : /zaˈɣa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐γά‐ρι
Ουσιαστικό
ζαγάρι ουδέτερο
- (δημοτική, λαϊκότροπο) κυνηγόσκυλο
- ※ 19ος αιώνας, Γεώργιος Βιζυηνός, Ἀτθίδες Αὖραι, Ἡ βροχή, (1884), (απόσπασμα), στ. 15 (13-16)
- Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια
διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,
κυνηγοῦν σὰν τὰ ζαγάρια,
γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.
- (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) παλιόσκυλο, τιποτένιος άνθρωπος (γενικότερα μειωτικός, προσβλητικός, ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός άδηλης σημασίας)
- (μεταφορικά, προφορικό, σπανιότερα εγκωμιαστικό) άτιμος
- ↪ Βρε, το ζαγάρι, βρε το ατιμούλικο! Πάλι τα κατάφερε το παιδάκι μου!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ζαγάρι
→ δείτε τις λέξεις κυνηγόσκυλο και τιποτένιος |
Πηγές
- ζαγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ζαγάρι ουδέτερο
Πηγές
- σελ. 130 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)