ζαγάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{ουσιαστικό|gkm}}: προσθήκη παραθέματος
 
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
* [[ζαγαρομάτης]]
* [[ζαγαρομάτης]]
* [[παλιοζαγάρι]]
* [[παλιοζαγάρι]]
* [[παλιοζάγαρο]]
{{clear}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 46: Γραμμή 48:
*:::<small>Στυλιανός Αλεξίου ([[επιμ.]]), ''Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα'' [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.</small>
*:::<small>Στυλιανός Αλεξίου ([[επιμ.]]), ''Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα'' [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.</small>
*: {{παράθεμα|ποίηση|gkm-crt}}'''16ος/17ος''' αιώνας <small>{{bib|gkm|Korn}} {{β|Βιτσέντζος Κορνάρος}}, ''{{β|Ερωτόκριτος}}'', Β στίχ. 79 (79-80) [https://books.google.gr/books?id=Kp1QAAAAcAAJ&pg=PA82 σελ. 82] {{β|Νικόλαος Γλυκύς}}, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / [https://books.google.gr/books?id=CgpeAAAAcAAJ&pg=PA67 σελ. 67], Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.</small>
*: {{παράθεμα|ποίηση|gkm-crt}}'''16ος/17ος''' αιώνας <small>{{bib|gkm|Korn}} {{β|Βιτσέντζος Κορνάρος}}, ''{{β|Ερωτόκριτος}}'', Β στίχ. 79 (79-80) [https://books.google.gr/books?id=Kp1QAAAAcAAJ&pg=PA82 σελ. 82] {{β|Νικόλαος Γλυκύς}}, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / [https://books.google.gr/books?id=CgpeAAAAcAAJ&pg=PA67 σελ. 67], Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.</small>
*::''Ὅσους κι' ἂν δῶ τοῦ Παλατιοῦ, ὡς καὶ μικρὸ '''ζαγάρι''',''<br>''Μοῦ δίδουν ἀναγάλλιασιν γιὰ τὴν δική της χάρι. ''
*::''Ὅσους κιʼ ἂν δῶ τοῦ Παλατιοῦ, ὡς καὶ μικρὸ '''ζαγάρι''',''<br>''Μοῦ δίδουν ἀναγάλλιασιν γιὰ τὴν δική της χάρι. ''


====Κλιτικοί τύποι====
====Κλιτικοί τύποι====

Τελευταία αναθεώρηση της 19:01, 7 Οκτωβρίου 2024

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαγάρι τα ζαγάρια
      γενική του ζαγαριού των ζαγαριών
    αιτιατική το ζαγάρι τα ζαγάρια
     κλητική ζαγάρι ζαγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαγάρι(ο)ν < οθωμανική τουρκική زغر (τουρκική zağar)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaˈɣa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐γά‐ρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαγάρι ουδέτερο

  1. (δημοτική, λαϊκότροπο) κυνηγόσκυλο
    ※  19ος αιώνας, Γεώργιος Βιζυηνός, Ἀτθίδες Αὖραι, Ἡ βροχή, (1883), (απόσπασμα), στ. 15 (13-16)
    Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια
    διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,
    κυνηγοῦν σὰν τὰ ζαγάρια,
    γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.
  2. (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) παλιόσκυλο, τιποτένιος άνθρωπος (γενικότερα μειωτικός, προσβλητικός, ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός άδηλης σημασίας)
    ※  «…Ο Βελη-Γκέκας το σκυλί, το άπιστο ζαγάρι» (λαϊκό τραγούδι για τον Κατσαντώνη)
    ※  «Σκασμός, ζαγάρι, η τράπουλα είναι δική μου, τα χαρτιά θα κάνουν ό,τι θέλω εγώ» (Σημερινή (Κύπρου), 23/4/2004)
  3. (μεταφορικά, προφορικό, σπανιότερα εγκωμιαστικό) άτιμος
    Βρε, το ζαγάρι, βρε το ατιμούλικο! Πάλι τα κατάφερε το παιδάκι μου!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαγάρι < ζαγάριν < ζαγάριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαγάρι ουδέτερο

  • μορφή του ζαγάριν → δείτε τη λέξη ζαγάριον
    ※  15ος αιώνας, Μπεργαδής, Ο απόκοπος, στίχ. 249 (247-252) @georgakas.lit.auth.gr
    Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν
    καὶ νὰ καβαλλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν·
    καὶ πρὶν ἐμᾶς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια,
    νὰ δόθην λόγος κ’ ἔρχουνται οἱ λείποντες – καθάρια,
    νὰ ’δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν εἰς συναπάντησίν μας
    καὶ τίς νὰ μᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας·
    Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.
    ※  16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Β στίχ. 79 (79-80) σελ. 82 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 67, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
    Ὅσους κιʼ ἂν δῶ τοῦ Παλατιοῦ, ὡς καὶ μικρὸ ζαγάρι,
    Μοῦ δίδουν ἀναγάλλιασιν γιὰ τὴν δική της χάρι.

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • ζαγάρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)