πουλάω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
(16 ενδιάμεσες εκδόσεις από 7 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
{{-ρημ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
* {{βλ}} [[πωλώ]]


==={{ετυμολογία}}===
{{κλείδα ταξινόμησης|πουλαω}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πουλώ|πουλ(ώ)]] + [[-άω]] < {{κλη|gkm|el|πουλῶ}} < {{κλη|grc|el|πωλῶ}} με {{IPAstyle|[o] > [u]}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> < {{ιε}} {{*}}pel-

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|el|puˈla.o}}
: {{συλλ|που|λά|ω}}

==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|εν2=[[πουλώ]]|αορ=πούλησα|π-εν=πουλιέμαι|π-αορ=πουλήθηκα|μππ=πουλημένος}}
# μεταφέρω ορισμένο [[αγαθό]] ή [[δικαίωμα]] ενάντι [[χρηματικής]] [[αποζημίωση|αποζημίωσης]]
# [[διαθέτω]] προς [[πώληση]]
# {{ετ|μτφρ}} [[προδίδω]], καθιστώ αντικείμενο [[συναλλαγή|συναλλαγής]]

===={{μορφές}}====
* [[πωλώ]] (''λόγιο'')

===={{εκφράσεις}}====
* [[πουλάω αγάπη]], [[πουλάω έρωτα]]
* [[πουλάω αέρα]]
* [[πουλάω και αγοράζω]] (κάποιον)

===={{σύνθετα}}====
''δείτε και τα συγγενικά τους''
* [[ακριβοπουλώ]]
* [[καλοπουλάω]], [[καλοπουλώ]]
* [[μοσχοπουλάω]], [[μοσχοπουλώ]]
* [[ξεπουλάω]], [[ξεπουλώ]]

===={{συγγενικά}}====
* [[αξεπούλητος]]
* [[αμεταπούλητος]]
* [[απούλητος]]
* [[ξεπούλημα]]
* [[πούλημα]]
* [[πουλημένος]]
* [[πούληση]] (''προφορικό'')
* [[πουλητής]] (''προφορικό'')
{{βλ|και=1|πωλώ}} ''για το θέμα'' '''πωλ-'''

===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'αγαπώ'|παρατΒ=1|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'αγαπιέμαι'|παρακΒ=1}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|sell}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
* {{bg}} : {{τ|bg|продавам}}
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|vendre}}
* {{de}} : {{τ|de|verkaufen}}, {{τ|de|veräußern}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
* {{et}} : {{τ|et|müüma}}
* {{ja}} : {{τ|ja|売る}}
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|vender}}
* {{it}} : {{τ|it|vendere}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
* {{nl}} : {{τ|nl|verkopen}}
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|ad}}, {{τ|hu|elad}}
* {{uk}} : {{τ|uk|продавати}}
* {{pl}} : {{τ|pl|sprzedać}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|продавать}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
* {{th}} : {{τ|th|ขาย|noentry=1}}
* {{tr}} : {{τ|tr|satmak}}
* {{cs}} : {{τ|cs|prodat}}
* {{fi}} : {{τ|fi|myydä}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>

{{κλείδα-ελλ}}

Τελευταία αναθεώρηση της 12:48, 8 Οκτωβρίου 2024

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πουλάω < πουλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πωλῶ με [o] > [u][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /puˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐λά‐ω

πουλάω/πουλώ, αόρ.: πούλησα, παθ.φωνή: πουλιέμαι, π.αόρ.: πουλήθηκα, μτχ.π.π.: πουλημένος

  1. μεταφέρω ορισμένο αγαθό ή δικαίωμα ενάντι χρηματικής αποζημίωσης
  2. διαθέτω προς πώληση
  3. (μεταφορικά) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

δείτε και τα συγγενικά τους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πωλώ για το θέμα πωλ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]