agreement: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: hy |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
(48 ενδιάμεσες εκδόσεις από 10 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{ |
=={{-en-}}== |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
{{-ουσ-}} |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{l|agree|en}} + {{p|-ment|en}} |
|||
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
|||
{{en-noun-s}} |
|||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
|||
# η [[συμφωνία]], πράξη με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα δέχονται να ρυθμίσουν ένα ζήτημα που αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις |
|||
#: {{eg}} ''an explicit/implicit '''agreement''''' - ρητή/σιωπηρά '''συμφωνία''' |
|||
#: {{eg}} ''We made an '''agreement''' for him to pay me in cash.'' |
|||
#:: Κάναμε '''συμφωνία''' να με πληρώσει τοις μετρητοίς. |
|||
#: {{αντών}} {{l|disagreement|en}} |
|||
# {{uncountable}} η [[συμφωνία]], [[σύμφωνος]], η κατάσταση του να μοιράζομαι την ίδια γνώμη ή συναίσθημα |
|||
#: {{eg}} ''There’s no '''agreement''' on what should happen.'' |
|||
#:: Δεν υπάρχει '''συμφωνία''' για το τι πρέπει να γίνει. |
|||
#: {{eg}} ''We came to some kind of '''agreement'''.'' |
|||
#:: Καταλήξαμε σε κάποιου είδους '''συμφωνία'''. |
|||
#: {{eg}} ''I don’t disagree, but that doesn’t also mean that I am totally '''in agreement'''.'' |
|||
#:: Δε διαφωνώ, αλλά αυτό δε θα πει ότι είμαι και τελείως '''σύμφωνος'''. |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
*[[συμφωνία]] |
|||
* {{R:OxLD}} |
|||
[[Κατηγορία:Αγγλικά ουσιαστικά]] |
|||
[[de:agreement]] |
|||
[[en:agreement]] |
|||
[[fi:agreement]] |
|||
[[fr:agreement]] |
|||
[[gl:agreement]] |
|||
[[hu:agreement]] |
|||
[[hy:agreement]] |
|||
[[it:agreement]] |
|||
[[pt:agreement]] |
|||
[[uk:agreement]] |
|||
[[zh:agreement]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 15:00, 4 Οκτωβρίου 2024
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agreement | agreements |
agreement (en)
- η συμφωνία, πράξη με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα δέχονται να ρυθμίσουν ένα ζήτημα που αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις
- ↪ an explicit/implicit agreement - ρητή/σιωπηρά συμφωνία
- ↪ We made an agreement for him to pay me in cash.
- Κάναμε συμφωνία να με πληρώσει τοις μετρητοίς.
- ≠ αντώνυμα: disagreement
- (μη μετρήσιμο) η συμφωνία, σύμφωνος, η κατάσταση του να μοιράζομαι την ίδια γνώμη ή συναίσθημα
- ↪ There’s no agreement on what should happen.
- Δεν υπάρχει συμφωνία για το τι πρέπει να γίνει.
- ↪ We came to some kind of agreement.
- Καταλήξαμε σε κάποιου είδους συμφωνία.
- ↪ I don’t disagree, but that doesn’t also mean that I am totally in agreement.
- Δε διαφωνώ, αλλά αυτό δε θα πει ότι είμαι και τελείως σύμφωνος.
- ↪ There’s no agreement on what should happen.