para: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
 
(40 ενδιάμεσες εκδόσεις από 14 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-bs-}}==
=={{-bs-}}==

==={{ουσιαστικό|bs}}===
==={{ουσιαστικό|bs}}===
{{τ|bs|{{PAGENAME}}}}
{{τ|bs|{{PAGENAME}}}}
* [[χρήμα]]
* [[χρήμα]]


----


=={{-lt-}}==
=={{-lt-}}==

==={{ουσιαστικό|lt}}===
==={{ουσιαστικό|lt}}===
{{τ|lt|{{PAGENAME}}}}
{{τ|lt|{{PAGENAME}}}}
* [[ημέρα]]
* [[ημέρα]]



[[de:para]]
----
[[en:para]]

[[es:para]]
=={{-pl-}}==
[[fa:para]]

[[fi:para]]
==={{προφορά}}===
[[fr:para]]
{{ΔΦΑ|pl|ˈpara}}
[[hr:para]]
: {{ήχος|pl}}
[[hu:para]]

[[hy:para]]
==={{ουσιαστικό|pl}}===
[[id:para]]
{{τ|pl|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
[[io:para]]
# το [[ζευγάρι]]
[[it:para]]
#* άντρας και γυναίκα
[[ja:para]]
#* το [[ζευγαράκι]]
[[ko:para]]
#* δύο όμοια πράγματα
[[ku:para]]
#* ένα αντικείμενο που συνήθως αποτελείται από δύο κομμάτια
[[ky:para]]
#*: '''''para''' rękawiczek - ζευγάρι γάντια''
[[lo:para]]
#* ένα αντικείμενο που μοιάζει να αποτελείται από δύο κομμάτια
[[lt:para]]
#*: '''''para''' nożyczek - ψαλίδι (το ψαλίδι γιατί έχει "δύο" τμήματα και η λέξη [[nożyczki]] είναι στον πληθυντικό)
[[nl:para]]
#* το δεύτερο μέλος ενός ζευγαριού
[[no:para]]
#*:''chciałam/em nauczyć dzieci tańczyć, ale jedno (dziecko) zostało bez '''pary''' - ήθελα να μάθω τα παιδιά να χορεύουν αλλά ένα (παιδί) έμεινε χωρίς '''ζευγάρι'''''
[[pl:para]]
[[pt:para]]
# ο [[ατμός]]
# ο [[παράς]] (υποδιαίρεση τούρκικου νομίσματος)
[[ru:para]]

[[scn:para]]
===={{εκφράσεις}}====
[[sl:para]]
[[sv:para]]
* [[inna para kaloszy]]

[[ta:para]]
===={{συγγενικά}}====
[[tl:para]]
[[tr:para]]
* [[nieparzysty]]
[[uk:para]]
* [[parostatek]]
[[vi:para]]
* [[parowóz]]
[[zh:para]]
* [[parowy]]
* [[parzysty]]


----

=={{-pt-}}==

==={{πρόθεση|pt}}===
{{τ|pt|{{PAGENAME}}}}
* [[για]]


----

=={{-tr-}}==

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|tr|pɑˈɾɑ}}

==={{ουσιαστικό|tr}}===
{{τ|tr|{{PAGENAME}}}}
* το [[χρήμα]], τα λεφτά

===={{κλίση}}====
{{tr-κλίσ-φ|a}}

===={{παράγωγα}}====
* {{l|paralı|tr}}
* {{l|parasal|tr}}
* {{l|parasız|tr}}

===={{σύνθετα}}====
* {{l|para birimi|tr}}
* {{l|para cezası|tr}}
* {{l|bozuk para|tr}}
* {{l|demir para|tr}}
* {{l|kâğıt para|tr}}
* {{l|madenî para|tr}}
* {{l|nakit para|tr}}
* {{l|ekmek parası|tr}}
* {{l|kan parası|tr}}

===={{απόγονοι|tr}}====
{{desc|tr|1}}
: {{desc|sq|para|bor}}
: {{desc|ady|парэ|bor}}
: {{desc|hy|փարա|bor}}
: {{desc|bg|пара|bor}}
: {{desc|de|Para|bor}}
: {{desc|ka|ფარა|bor}}
: {{desc|crh|para|bor}}
: {{desc|el|παράς|bor}}
: {{desc|hu|para|bor}}
: {{desc|sh|para|bor}}

Τελευταία αναθεώρηση της 14:46, 1 Οκτωβρίου 2021

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

para (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

para (lt)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpara/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

para (pl) θηλυκό

  1. το ζευγάρι
    • άντρας και γυναίκα
    • το ζευγαράκι
    • δύο όμοια πράγματα
    • ένα αντικείμενο που συνήθως αποτελείται από δύο κομμάτια
      para rękawiczek - ζευγάρι γάντια
    • ένα αντικείμενο που μοιάζει να αποτελείται από δύο κομμάτια
      para nożyczek - ψαλίδι (το ψαλίδι γιατί έχει "δύο" τμήματα και η λέξη nożyczki είναι στον πληθυντικό)
    • το δεύτερο μέλος ενός ζευγαριού
      chciałam/em nauczyć dzieci tańczyć, ale jedno (dziecko) zostało bez pary - ήθελα να μάθω τα παιδιά να χορεύουν αλλά ένα (παιδί) έμεινε χωρίς ζευγάρι
  2. ο ατμός
  3. ο παράς (υποδιαίρεση τούρκικου νομίσματος)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Πρόθεση

[επεξεργασία]

para (pt)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɑˈɾɑ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

para (tr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

para (τουρκικά)

αλβανικά: para
δυτικά κιρκασιανά: парэ
αρμενικά: փարա
βουλγαρικά: пара
γερμανικά: Para
γεωργιανά: ფარა
κριμαϊκά ταταρικά: para
νέα ελληνικά: παράς
ουγγρικά: para
σερβοκροατικά: para