Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μέμφις (Αίγυπτος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μέμφιδα)

Συντεταγμένες: 29°51′N 31°15′E / 29.85°N 31.25°E / 29.85; 31.25

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Αρχαιολογικός τόπος: Μέμφις και η Νεκρόπολις - πυραμίδες από την Γκίζα έως το Ντασούρ
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλος Αίγυπτος
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαi, iii, vi
Ταυτότητα86
ΠεριοχήΑραβικά κράτη
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1979 (3η συνεδρίαση)
Μέμφις
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μέμφις
29°51′15″N 31°15′34″E
ΧώραΑίγυπτος
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Γκίζας
Έκταση155,16 εκτάριο
Υψόμετρο20 μέτρα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μέμφις (αρχαία αιγυπτιακά: mn nfr, κοπτικά: ⲙⲉⲙϥⲓ, αραβικά: مَنْف‎) ήταν η αρχαία πρωτεύουσα της Κάτω Αιγύπτου, και του Παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου από τη θεμελίωσή της έως το 1300 Π.Κ.Ε./π.Χ.. Το αρχαίο αιγυπτιακό της όνομα ήταν Ίνεμπ Χετζ («Τα Λευκά Τείχη»). Το όνομα Μέμφις είναι ελληνική μεταγραφή του αιγυπτιακού ονόματος της πυραμίδας του Πέπι Α', Μεν-νεφέρ, που έγινε Μένφε στην Κοπτική. Το επίσημο όνομα της Μέμφιδος στο Μέσο Βασίλειο ήταν "Μεν-νεφέρ Πέπι Μερ", που σημαίνει "πυραμίδα στέρεη και εκπληκτική του Πέπι Α΄". Σύμφωνα βέβαια με την ελληνική μυθολογία και τη Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, η πόλη ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Αιγύπτου Έπαφο, τον γιο του Δία και της αργίτισσας πριγκίπισσας Ιούς, ο οποίος έδωσε στην πόλη το όνομα της γυναίκας του, της Μέμφιδος, κόρης του Νείλου.[1] Οι σύγχρονες πόλεις Μιτ Ραχίνα, Νταχσούρ, Σακκάρα, Αμουζίρ, Αμπού Γκοράμπ και Ζογυέτ ελ Αρύαν, νότια του Καΐρου, βρίσκονται όλες στη διαχειριστική επικράτεια της ιστορικής Μέμφιδος. Η πόλη ήταν επίσης γνωστή στην Άνω Αίγυπτο ως Ανκχ-Ταουί («Η ζωή των δύο Χωρών»), γεγονός που υποδεικνύει τη σημασία της πόλης στην Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Τα ερείπιά της βρίσκονται 19 χλμ. νότια του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου.

Η Στήλη του Παλέρμο μας δίνει τα πρώτα στοιχεία για την ίδρυση της Μέμφιδος.[εκκρεμεί παραπομπή] Η πόλη ιδρύθηκε περί το 3100 ΠΚΕ από τον Μήνη, που ένωσε τα δύο βασίλεια της Αιγύπτου την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Την τείχισε με ισχυρά και εκτενή τείχη, ενώ αφιέρωσε και ένα ναό στον θεό Πτα. Ενώ ίδρυσε και ένα λιμάνι στην πόλη με το όνομα Περουνεφέρ, που σημαίνει "Καλή αναχώρηση". Με πληθυσμό που εκτιμάται στους 30.000 περίπου κατοίκους είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη εγκατάσταση από εποχής της ίδρυσής της έως το 2250 ΠΚΕ και από το 1557 ΠΚΕ έως το 1400 ΠΚΕ[2].

Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μήνης ίδρυσε την πόλη χτίζοντας αναχώματα για να προστατέψει την περιοχή από τις πλημμύρες του Νείλου. Ήταν τόσο κυρίαρχη η παρουσία της πόλης στην ακμή της, ώστε οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι έδωσαν το όνομά της σε μια ολόκληρη περίοδο. Έγινε κοσμοπολίτικο κέντρο και όταν την επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος τον 5ο αιώνα ΠΚΕ, στην περίοδο της περσικής διακυβέρνησης, βρήκε εκεί πολλούς Έλληνες, Ιουδαίους, Φοίνικες και Λίβυους ανάμεσα στον γηγενή πληθυσμό. Οι φαραώ μετά τον Μήνη κατασκεύασαν στη Μέμφιδα ένα Περ-άα ή "Μεγάλο Σπίτι", όπου στέφονταν οι ίδιοι φαραώ. Από την παραφθορά του ονόματος Περ-άα οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τους άρχοντες της αρχαίας Αιγύπτου "φαραώ".

Ο Ντζόζερ ή Ζοσέρ, βασιλίας της 3ης δυναστείας, ήταν αυτός που επέλεξε τη Μέμφιδα ως πρωτεύουσα και έκτοτε οι βασιλείς του Αρχαίου Βασιλείου (2700 π.Χ.-2195 π.Χ.) τη στόλισαν με μνημεία και την επέκτειναν. Η Μέμφις έφθασε στον κολοφώνα της κατά την περίοδο της 6ης δυναστείας ως λατρευτικό κέντρο του Πτα. Οι φαραώ του Μέσου Βασιλείου (2064 π.Χ.-1797 π.Χ.) έκτισαν προς τα νότια μια διοικητική συνοικία με το όνομα Αμενεμχέτ-ιτ-Ταουί, που σημαίνει "ο Αμενεμχέτ κατέκτησε τις Δύο χώρες". Το 1760 π.Χ. οι επιδρομείς Υξώς κατέλαβαν την πόλη, την οποία απελευθέρωσε ο Άμωσις, πρώτος βασιλέας του Νέου Βασιλείου (1543 π.Χ.-1078 π.Χ.). Παρήκμασε σύντομα μετά τη 18η δυναστεία με την ταυτόχρονη άνοδο των Θηβών. Η Μέμφιδα όμως παρέμενε μια μεγάλη πόλη με έντονο θρησκευτικό και στρατιωτικό ρόλο, ενώ στα παλάτια της κατοικούσαν οι διάδοχοι των βασιλέων, ο βεζίρης του βορρά και οι ανώτεροι αξιωματούχοι των βασιλικών κτημάτων. Ο Κάμωσις, γιος του Ραμσή Β' και αρχιερέας του Πτα, ίδρυσε τη νεκρόπολη των ιερών ταύρων Άπις και ανακαίνισε όλη την πόλη. Το 739 π.Χ. ο Αιθίοπας βασιλίας Πιάνχτ πολιόρκησε τη Μέμφιδα και την κατέλαβε ενώ οι διάδοχοι του την επέλεξαν ως επίσημη δεύτερη κατοικία τους. Το 671 π.Χ. οι Ασσύριοι υπό την ηγεσία του Ασσαρχαδών την πολιόρκησαν και την κατέλαβαν, αλλά ο Ψαμμήτιχος Α' (664 π.Χ.-610 π.Χ.) την απελευθέρωσε λίγα χρόνια μετά. Η λάμψη της αναζωογονήθηκε για ένα διάστημα υπό τους Πέρσες σατράπες, την εποχή δηλαδή που την επισκέφτηκε και ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος και διδάχθηκε την ιστορία της. Ο Μέγας Αλέξανδρος στέφθηκε φαραώ το 332 π.Χ. στη Μέμφιδα και αναστήλωσε τους ναούς της, αλλά την ανάγκασε να περάσει οριστικά σε δεύτερη μοίρα μετά την ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Ο Πτολεμαίος Α', επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλέας της Αιγύπτου, επινόησε στη Μέμφιδα μια νέα θρησκεία, τη λατρεία του Σεράπιδος, που ήταν ο συνδυασμός των ελληνικών θεών Δία και Διονύσου με τον Αιγύπτιο Όσιρι-Άπι. Στη ρωμαϊκή περίοδο η Αλεξάνδρεια παρέμεινε σημαντικότερη, υπερσκελίζοντας την αρχαία πόλη. Ως δεύτερη πόλη της Αιγύπτου παρέμεινε μέχρι την ίδρυση της Φουστάτ (ή Φοστάτ) το 641 μ.Χ.. Κατόπιν εγκαταλείφθηκε και έγινε πηγή πέτρας για τις περιβάλλουσες εγκαταστάσεις. Ακόμα και κατά τον 12ο αιώνα ήταν ένα εντυπωσιακό σύνολο ερειπίων, από τα οποία όμως σύντομα έμειναν σκορπισμένοι λίθοι[3].

Σε αυτόν τον τόπο αποκαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού του Πτα και του Άπι καθώς και λίγα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και δύο αλαβάστρινα αγάλματα του Ραμσή Β'. Η νεκρόπολις της Σακκάρα βρίσκεται κοντά στη Μέμφιδα και εκτείνεται από το Αμπού-Ραουάς έως τα νότια στο Νταχσούρ για περίπου τριάντα χιλιόμετρα.

Ο αιγύπτιος ιστορικός Μανέθων αναφέρθηκε στη Μέμφιδα με τον προσδιορισμό Χι-Κου-Π'τα («Ο τόπος στον οποίο κατοικεί η Ψυχή ή Κα του Πτα»), τον οποίο μετέγραψε στα Ελληνικά ως Aί-γυ-πτoς, παραδίδοντας έτσι το ελληνικό Αίγυπτος και το λατινικό AEGYPTVS. Πιστεύεται ότι και το όνομα Κόπτης προέρχεται πιθανώς ετυμολογικά από το ίδιο όνομα. Στη Βίβλο η Μέμφις ονομάζεται Μωφ ή Νωφ[4].

Μεμφιτικές θεότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Καλλιτεχνική αναπαράσταση του ναού του Πτα

Σε όλες τις πόλεις του αρχαίου αιγυπτιακού βασιλείου είχαν προστάτες μια τριάδα θεοτήτων, οι οποίες ήταν συνήθως πατέρας, μητέρα και γιος, έτσι και στη Μέμφιδα αντίστοιχα ήταν ο Πτα, η Σεκχμέτ και ο Νεφερτούμ. Ο Πτα ή Φθα ήταν ο θεός των τεχνιτών και τον αναπαριστούσαν με ανθρώπινη μορφή με στενό ένδυμα και γαλάζιο σκούφο, σύμβολο των τεχνιτών, ενώ επίσης είχε γενειάδα και κράταγε ένα σκήπτρο και ένα εγκόλπιο. Το όνομα του σημαίνει "δημιουργός μορφών" ενώ η διδασκαλία του αποτύπωνε τη νίκη της τάξης έναντι της αταξίας. Το όνομα Σεκχμέτ σημαίνει "η δυνατή", ήταν πολεμική λεοντόμορφη θεά, προστάτιδα των στρατηγών και ικανή να προκαλεί και να θεραπεύει ασθένειες. Ο Νεφερτούμ αναπαριστάται είτε ως άνθρωπος είτε ως λιοντάρι κρατώντας ένα άνθος γαλάζιου λωτού και ήταν προστάτης των αρωματοποιών της βασιλικής κατοικίας. Ακόμα στη Μέμφιδα λατρεύανε τον ταύρο Άπι που ήταν το εκλεκτό μοσχάρι που γέννησε μια αγελάδα που είχε γονιμοποιήσει ο Φθα. Ο Άπις συμβόλιζε την ισχύ και τη δύναμη της δημιουργίας.

Αν η Μέμφις παραδόθηκε στην άμμο της ερήμου η νεκρόπολις σε μεγάλο βαθμό προστατεύθηκε από τις θίνες και τις φερτές ύλες. Οι πυραμίδες του Παλαιού και του Μέσου Βασιλείου σχηματίζουν μια αλυσίδα στις παρυφές της κοιλάδας, από την Γκίζα έως την Ντασούρ. Στη Σακκάρα, απέναντι από τη Μέμφιδα κείται η κλιμακωτή πυραμίδα του Ντζόζερ της 3ης δυναστείας, αρκετές πυραμίδες της 5ης και 6ης δυναστείας και αναρίθμητοι μαστάμπα (τάφοι) [5] του Παλαιού Βασιλείου. Οι μασταμπάδες φαίνεται πως κτίστηκαν για τους ευγενείς της αρχαίας Αιγύπτου και φημίζονται για τις θαυμάσιες επιγραφές και ανάγλυφα τους με σκηνές καθημερινής ζωής.

Ένα από τα κύρια μνημεία είναι το Σεραπείον που ανακαλύφθηκε από τον Ογκύστ Μαριέτ το 1851. Το Σεραπείον είναι ο κοινός τάφος με 24 σαρκοφάγους των ιερών ταύρων, οι οποίοι λίγο-πολύ θεωρούνταν ενσαρκώσεις του θεού Πτα, του δημιουργού του κόσμου. Το 1905 ο Τζ. Ε. Κουϊμπελ[6] ανέλαβε από την Υπηρεσία Αρχαιοτήτων (Service des Antiquites) αποκλειστικά τις ανασκαφές αυτής της αχανούς νεκρόπολης. Η πρώτη του ανακάλυψη ήταν τα εκτεταμμένα ερείπια της Κοπτικής μονής του Αγ. Ιερεμία, με σημαντικά γλυπτά και τοιχογραφίες. Ο Φλίντερς Πέτρι με τη σειρά του ξεκίνησε συστηματική ανασκαφή στα ερείπια της Μπεντρεσέν και σε τρεις ανασκαφικές περιόδους είχε ξεκαθαρίσει ένα μεγάλο μέρος της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης, ταυτοποιώντας τον λόφο της ακρόπολης και το ανάκτορο, καθώς και μια ξένη συνοικία[7]. Ανάμεσα στα σημαντικά ευρήματά του περιλαμβάνονται κεφαλές οπτής γής (τερρακόττες) που απεικονίζουν χαρακτηριστικές μορφές των ξένων που συνωστίζονταν στην αγορά της Μέμφιδος. Χρονολογούνται από την περίοδο της περσικής διακυβέρνησης έως την πτολεμαϊκή περίοδο και φαίνεται πως είναι εργα ελλήνων καλλιτεχνών.

Παραπομπές - σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Ψευδο-Απολλόδωρος, "Βιβλιοθήκη", Β 1,4.
  2. Βλ. Largest Cities Through History by Matt T. Rosenberg Αρχειοθετήθηκε 2005-05-27 στο Wayback Machine..
  3. Στο έργο του Μια Αφήγηση της Αιγύπτου ο περιηγητής του 13ου αιώνα Αμπντ-Αλ Λατίφ (Abd-Al Latif) έγραψε για τα ερείπια της Μέμφιδος: «Τεράστια η έκταση και η αρχαιότητα αυτής της πόλης, παρά το γεγονός ότι υπέμεινε τον ζυγό πολλών κυβερνητών και τους πόνους της καταστροφής από πολλά έθνη...τον ακρωτηριασμό των αγαλμάτων που τη στόλιζαν...αυτά τα ερείπια ακόμα προσφέρουν στο μάτι θαύματα που νικούν τις αισθήσεις και δεν περιγράφονται ακόμη κι από την ικανότερη πένα». Βλ. Marie Parsons Memphis of the White Walls Αρχειοθετήθηκε 2007-06-02 στο Wayback Machine.
  4. Μωφ (Ωσ. ix. 6) και Νωφ (Ησ. xix. 13; Ιεζ. xxx. 13, 16).
  5. Quibell J.E. 1923, Archaic Mastabas, Excavations at Saqqara (1912-14), Cairo
  6. Quibell J. E. 1908-1909, Excavations at Saqqara (2 vols), Cairo.
  7. Flinders Petrie M. 1909, Memphis I και The Palace of Apries (Memphis II.) London.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]