Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ
ΣυγγραφέαςΙούλιος Βερν[1]
ΕικονογράφοςÉdouard Riou
ΤίτλοςLes Enfants du capitaine Grant
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1865
Ημερομηνία δημοσίευσης1868
1860
1864
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΦανταστικά ταξίδια
Captain Nemo trilogy
ΧαρακτήρεςLord Glenarvan, Lady Glenarvan, Major MacNabs, John Mangles, Robert Grant, Mary Grant, Jacques Paganel, Thalcave, Tom Ayrton και Captain Grant
Τόπος37th parallel south
Παταγονία
Αυστραλία
Νέα Ζηλανδία
Maria Theresa Reef
Πρώτη έκδοσηΠιερ-Ζουλ Ετζέλ
ΠροηγούμενοΑπό τη Γη στη Σελήνη
Επόμενο20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ (τίτλος πρωτοτύπου: Les Enfants du capitaine Grant) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Ιουλίου Βερν το οποίο δημοσιεύθηκε το 1867-1868. Η αρχική έκδοση έγινε από τον Pierre-Jules Hetzel και περιέχει εικονογραφήσεις του Édouard Riou. Το 1876 επαναδημοσιεύτηκε από τον εκδοτικό οίκο George Routledge & Sons ως τρίτομο έργο με τίτλο «A Voyage Round The World» (Ένα ταξίδι στον κόσμο). Οι τρεις τόμοι είχαν υπότιτλους «Νότια Αμερική», «Αυστραλία» και «Νέα Ζηλανδία».

Το βιβλίο περιγράφει την ιστορία της αναζήτησης του ναυαγού πλοιάρχου Χάρρυ Γκραντ (Harry Grant). Αφού το τρικάταρτο πλοίο του «Βρετάνια» («Britannia») ναυάγησε στις 7 Ιουνίου 1862 όταν τσακίστηκε στα βράχια ενός νησιού από τρικυμία, ο πλοίαρχος Γκραντ βρέθηκε σε ένα έρημο νησί στον Ειρηνικό, μαζί με δύο ναύτες του, οι μοναδικοί 3 επιζώντες της καταστροφής. Ο ίδιος ο Γκραντ, 8 μέρες μετά το ναυάγιο πέταξε στη θάλασσα ένα μπουκάλι με 3 σημειώματα, στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, που έγραφαν την ημερομηνία του ναυαγίου, το όνομα του νησιού και τις συντεταγμένες στις οποίες βρισκόταν, προσμένοντας σε βοήθεια.

Ο λόρδος Έντουαρντ Γκλέναρβαν (Lord Edward Glenarvan) και η λαίδη Έλενα Γκλέναρβαν (Lady Helena Glenarvan), εύποροι νεόνυμφοι Σκωτσέζοι ευγενείς, βρήκαν το μπουκάλι στη Σκωτία το 1864, αν και τα τρία μηνύματα είχαν υποστεί φθορά χρόνου και κάποιες λέξεις (μεταξύ αυτών και το όνομα του νησιού) είχαν σβηστεί, και ανακοίνωσαν το περιεχόμενό του σε μια εφημερίδα. Έτσι, τα παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ, ο δωδεκάχρονος Ρόμπερτ (Robert) και η δεκαεξάχρονη αδελφή του Μαίρη (Mary), ενώ προηγουμένως είχαν χάσει κάθε ελπίδα, διάβασαν την είδηση στην εφημερίδα και ήρθαν σε επαφή μαζί τους, ζητώντας πληροφορίες. Αρχικά βρίσκουν την λαίδη Έλενα και της αφηγούνται τη θλιβερή ιστορία τους, ενώ στο διάστημα αυτό ο λόρδος Έντουαρντ έχει πάει στο Λονδίνο για να καταθέσει τα στοιχεία (έχοντας νομίσει όλοι αρχικά, ερμηνεύοντας τις διασωθείσες λέξεις, ότι το «Βρετάνια» είχε ναυαγήσει στην Παταγονία) και να ζητήσει από την κυβέρνηση να οργανώσει μια αποστολή εντοπισμού και διάσωσης των ναυαγών.

Η Βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να ξεκινήσει μια αποστολή διάσωσης, καθώς θεώρησε ότι επειδή είχαν μεσολαβήσει 2 χρόνια από τότε που γράφτηκε το σημείωμα, άρα δεν υπήρχε πλέον ρεαλιστική πιθανότητα να ξαναβρεθούν οι επιζώντες (αλλά πιθανότατα και διότι εξ αρχής δεν είχε δει με καλό μάτι το γεγονός ότι ο πλοίαρχος Γκραντ είχε ξεκινήσει την αποστολή αυτή με σκοπό να ιδρύσει μία αμιγώς σκωτσέζικη αποικία, όπως επίσης τονίζεται στο βιβλίο). Τότε ο λόρδος και η λαίδη Γκλέναρβαν, λόγω του αδιεξόδου στο οποίο είχαν περιέλθει τα παιδιά, συγκινημένοι από το ψυχολογικό τους δράμα, αποφασίζουν να το κάνουν μόνοι τους.

Η δυσκολία είναι ότι το γεωγραφικό μήκος και το όνομα της τοποθεσίας έχουν σβηστεί και μόνο το γεωγραφικό πλάτος είναι γνωστό - ότι οι επιζώντες βρίσκονται στον 37ο νότιο παράλληλο (για την ακρίβεια 37° 11′). Έτσι, το ζεύγος Γκλέναρβαν ξεκινάει αρχικά από τη Γλασκώβη για τη Νότια Αμερική με τη θαλαμηγό τους, το ατμόπλοιο «Ντάνκαν» («Duncan»), μαζί με τα παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ, τον ξάδερφο του λόρδου, ταγματάρχη Μακ Ναμπ (major MacNabb), και το πλήρωμα. Ένας απρόσμενος επιβάτης, που διαπιστώνεται ότι είναι ο διάσημος Γάλλος γεωγράφος Ζακ Παγκανέλ (Jacques Paganel), εξαιρετικά δραστήριος και σταθερά αισιόδοξος, αλλά και απίστευτα αφηρημένος (διαπιστώθηκε ότι ενώ ήταν να πάρει άλλο ατμόπλοιο, το «Σκωτία», για να πάει στην Ινδία, μέσα στο σκοτάδι μπέρδεψε τα δύο πλοία και επιβιβάστηκε κατά λάθος στο «Ντάνκαν» το βράδυ πριν την αναχώρηση, την ώρα που όλοι οι επιβάτες του είχαν πάει για δέηση στη Μητρόπολη της Γλασκώβης), δέχεται τελικώς να παραμείνει στο πλοίο και συμμετέχει στην αναζήτηση. Διερευνούν, μεταξύ άλλων, την Παταγονία και το νησί του Άμστερνταμ, και φτάνουν στην Αυστραλία, χωρίς να εντοπίσουν κάποιο ίχνος των τριών επιζώντων.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στην Αυστραλία, συναντούν ένα πρώην μέλος του «Βρετάνια», τον εξαιρετικά έμπειρο Σκωτσέζο ναυτικό Τομ Άυρτον, ο οποίος αναφέρει ότι το «Βρετάνια» ναυάγησε στην Αυστραλία, ότι πίστευε προηγουμένως ότι ήταν ο μόνος επιζών από την καταστροφή και προτείνει να τους οδηγήσει στο χώρο του ναυαγίου. Ωστόσο, μεταγενέστερα αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια της απώλειας του «Βρετάνια», αλλά εγκαταλείφθηκε λίγες μέρες νωρίτερα στην Αυστραλία από τον πλοίαρχο Γκραντ λόγω μιας ανταρσίας που σχεδίασε. Προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο του «Ντάνκαν» και να ηγηθεί σε αυτό ως πειρατής, και εγκαταλείπει στην Αυστραλία τους Γκλέναρβαν, τα παιδιά του Γκραντ και όσους από το πλοίο τους είχαν ακολουθήσει στην Αυστραλία. Όλοι αυτοί, φτάνουν στην ο Γκλεναρβάν φτάνει στην ανατολική ακτή της Αυστραλίας στον 37ο νότιο παράλληλο με όλη την ομάδα, μα δεν βρίσκουν το «Ντάνκαν», ούτε στην ακτή, ούτε στο διπλανό λιμάνι. Τότε νομίζουν όλοι ότι το «Ντάνκαν» έχει αιχμαλωτιστεί και έχει γίνει πειρατικό και ότι το πλήρωμα πιθανότατα σκοτώθηκε από τον Άυρτον και τους συμμορίτες του. Εξαντλημένοι και βαθιά απογοητευμένοι (αλλά και προκειμένου να ειδοποιήσουν τις αρχές για την τύχη του Ντάνκαν), προσπαθούν να επιστρέψουν στην Ευρώπη μέσω Νέας Ζηλανδίας, ως επιβάτες σε ένα πλοίο που θα πήγαινε στο Όκλαντ, αλλά το πλοίο τους προσαράζει στα βράχια της ακτής και αιχμαλωτίζονται από μια φυλή Μαορί, ο οποίοι επρόκειτο να τους σκότωναν. Καταφέρνουν να αποδράσουν τη νύχτα πριν τους δολοφονήσουν, φτάνουν στην ανατολική ακτή της Νέας Ζηλανδίας, πάντα στον 37ο νότιο παράλληλο, και επιβιβάζονται σε ένα πλοίο, το οποίο ανακαλύπτουν προς έκπληξή τους ότι είναι το «Ντάνκαν» και είναι εντελώς αλώβητο!

Σύντομα, στη συζήτηση που ακολουθεί πάνω στο πλοίο, ανακαλύπτεται ο λόγος: ο διάσημος Γάλλος γεωγράφος Ζακ Παγκανέλ όταν έγραφε, καθ' υπαγόρευση του λόρδου Γκλέναρβαν (καθώς ένας τραυματισμός είχε προσωρινά εμποδίσει τον ίδιο τον λόρδο να γράφει), το σχετικό μήνυμα προς τον καπετάνιο του «Ντάνκαν» που τον διέταζε "να οδηγήσει όσο το δυνατόν ταχύτερα το «Ντάνκαν» στην ανατολική ακτή της Αυστραλίας στον 37ο παράλληλο", είχε γράψει "της Νέας Ζηλανδίας" αντί "της Αυστραλίας", λόγω της γνωστής απίστευτης αφηρημάδας του (καθώς μπερδεύτηκε από τον τίτλο κάποιας εφημερίδας που κοίταζε ταυτόχρονα ενώ έγραφε). Ο κυβερνήτης του πλοίου, αν και παραξενεύτηκε με την εντολή, το τήρησε πιστά και αποκάλυψε τον προορισμό στο πλήρωμα μόλις την επόμενη μέρα μετά τον απόπλου του πλοίου. Ο Άυρτον μόλις έμαθε τον προορισμό του πλοίου είδε το σχέδιό του να καταρρέει και ξεκίνησε καυγά εναντίον του κυβερνήτη, προσπαθώντας να τον πείσει ότι είχε γίνει κάποιο λάθος και ζητώντας του να οδηγήσει το «Ντάνκαν» στην ανατολική ακτή της Αυστραλίας, αλλά ο καπετάνιος, όπως τόνισε στην αφήγησή του στη συζήτηση: "μα εγώ φυσικά δεν μπορούσα να συμφωνήσω παρά μόνο με ό,τι έβλεπα γραμμένο", καθώς το μήνυμα είχε την υπογραφή του λόρδου Γκλέναρβαν (ο οποίος δεν το είχε κοιτάξει πριν το υπογράψει, όπως τονίζεται στο βιβλίο). Τότε ο Άυρτον προσπάθησε να ξεσηκώσει το τσούρμο σε ανταρσία και ο καπετάνιος κατάλαβε ότι είχε να κάνει με επικίνδυνο υποκείμενο και τον φυλάκισε μέσα στο πλοίο.

Από τον Άυρτον, που πλέον είναι κρατούμενος στο «Ντάνκαν», ζητείται να αναφέρει οτιδήποτε γνωρίζει για τον πλοίαρχο Γκραντ, αλλά ο ίδιος αρχικά αρνείται πεισματικά να πει κουβέντα (προσθέτοντας μάλιστα τότε με μανία: «κρεμάστε με αν θέλετε!»), και ο λόρδος Γκλενάρβαν, σε κατάσταση οργής, του ανακοινώνει ότι στο πρώτο λιμάνι θα τον παραδώσει στις αγγλικές αρχές. Ωστόσο, μετά από έντονες παρακλήσεις από τη λαίδη Έλενα Γκλέναρβαν επί δύο ημέρες, αλλάζει γνώμη και προτείνει εναλλακτικά στον λόρδο να εγκαταλειφθεί σε ένα απομακρυσμένο, ακατοίκητο νησί, αντί να δικαστεί. Αφού αποσπά την υπόσχεση από τον λόρδο, τότε αναφέρει τι έκανε ο ίδιος και όσα γενικώς γνωρίζει, που όμως πρακτικώς ήταν άνευ σημασίας για την εξεύρεση των τριών ναυαγών, καθώς εγκαταλείφθηκε στην Αυστραλία πριν την καταστροφή.

Για αυτή την εξορία, επιλέγεται το νησί Μαρία - Τερέζα (ή Ταμπόρ στους γαλλικούς χάρτες) στον Ειρηνικό, που κατά σύμπτωση είναι επίσης στον 37ο νότιο παράλληλο. Το «Ντάνκαν» ξεκινάει για το νησί, το οποίο τελικά ήταν το καταφύγιο του πλοιάρχου Γκραντ, και οι τρείς επιζώντες αναπάντεχα ανακαλύπτονται σε αυτό. Τότε ξεκαθαρίζεται και η αποφασιστική παρερμηνεία του μηνύματος: Το τμήμα της λέξης που διαβαζόταν «abor», στο γαλλικό σημείωμα, είχε ερμηνευθεί ως «aborder», «αποβιβάζομαι». Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για την ονομασία «Tabor», «Ταμπόρ», το γαλλικό όνομα αυτού του νησιού, αλλά προηγουμένως δεν το είχε υποψιαστεί κανείς, διότι στους αγγλικούς χάρτες του «Ντάνκαν» το νησί αναφερόταν ως «Μαρία - Τερέζα».

Ο Γκραντ και οι δύο ναύτες του διασώζονται και στη θέση των ναυαγών αφήνουν τον Άυρτον να ζήσει απομονωμένος ανάμεσα στα άγρια θηρία και να ανακτήσει την ανθρωπιά του, με την υπόσχεση ότι κάποια μέρα θα επιστρέψουν για τον ξαναπάρουν. Η υπόσχεση αυτή εκπληρώνεται στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν Η Μυστηριώδης Νήσος, «μετά από δώδεκα χρόνια εξαγνισμού» όπως αναφέρεται στο κείμενο, αν και το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1874.

  1. BNE authority file. XX2222165. Ανακτήθηκε στις 28  Μαΐου 2020.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]