Μάχη του Κρεσί
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συντεταγμένες: 50°15′25″N 1°54′14″E / 50.257°N 1.904°E
Μάχη του Κρεσύ | |||
---|---|---|---|
Εκατονταετής πόλεμος | |||
Μάχη του Κρεσύ | |||
Χρονολογία | 26 Αυγούστου 1346 | ||
Τόπος | κοντά στο Κρεσύ-αν-Ποντιέ Ω-ντε-Φρανς, Γαλλία 50° 15′ 25.2″ N, 1° 54′ 14.4″ E | ||
Έκβαση | Νίκη των Άγγλων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
|
Η μάχη του Κρεσί (26 Αυγούστου 1346) διεξήχθη κοντά στο Κρεσί-αν-Ποντιέ, στον σημερινό νομό Σομ στη Βόρεια Γαλλία, ανάμεσα στον στρατό του βασιλείου της Γαλλίας και τον στρατό του βασιλείου της Αγγλίας, που είχε εκστρατεύσει για να λεηλατήσει και να καταλάβει γαλλικά εδάφη κοντά στις ακτές της Μάγχης. Αυτή η βίαιη και αιματηρή μάχη στην οποία ήταν παρόντες οι αντίστοιχοι μονάρχες, ο Φίλιππος Β' και ο Εδουάρδος Γ', κατέληξε σε μια συντριπτική νίκη του αγγλικού στρατού έναντι του πολυαριθμότερου γαλλικού και των συμμάχων τους.
Αυτή η μεγάλη μάχη σηματοδότησε την αρχή του Εκατονταετούς πολέμου και την παρακμή της ιπποσύνης με την εμφάνιση μιας πιο πρακτικής και ρεαλιστικής προσέγγισης στη διεξαγωγή πολέμου [1] με την άνοδο της χρήσης του τόξου ως το κυρίαρχο όπλο στα πεδία μαχών της Δυτικής Ευρώπης.
Η μάχη αδρανοποίησε την ικανότητα του γαλλικού στρατού να έρθει προς υπεράσπιση του Καλαί, το οποίο κατελήφθη από τους Άγγλους το επόμενο έτος και παρέμεινε υπό αγγλική κυριαρχία για πάνω από δύο αιώνες, έως το 1558.
Ιστορικό πλαίσιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μάχη του Κρεσί είναι μια από τις πρώτες μάχες του Εκατονταετούς πολέμου (1337-1453). Από το 1337 ο Άγγλος βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ διεκδικούσε τον θρόνο της Γαλλίας, ως εγγονός του Φιλίππου του Ωραίου, και ελλείψει αρρένων απογόνων συνεχιστών της δυναστείας των Καπετιδών, καθώς ο τελευταίος βασιλιάς είχε πεθάνει άτεκνος και στον θρόνο είχε ανεβεί, με αλλαγή δυναστείας, ο εξάδελφός του Φίλιππος ΣΤ΄ Βαλουά. Το βασικό όμως πρόβλημα της σύγκρουσης ήταν η απαίτησή των Άγγλων για πλήρη κυριαρχία στη γαλλική επαρχία Γουιένη, με το δυναστικό θέμα να είναι απλά η αφορμή του προβλήματος.
Τον Οκτώβριο 1337, στο Aβαείο του Ουέστμινστερ, ο Eδουάρδος Γ΄ προκάλεσε δημόσια τον ξάδερφό του, τον βασιλιά της Γαλλίας. Αμφισβήτησε τη νομιμότητα του Φιλίππου ΣΤ' του Βαλουά και διεκδίκησε το στέμμα της Γαλλίας για τον εαυτό του. Αυτή η απαίτηση πυροδότησε τον Εκατονταετή πόλεμο.
Η πρώτη εκστρατεία του Εδουάρδου Γ΄κατά της Γαλλίας έγινε το 1339. Προσέλκυσε επιδέξια την υποστήριξη των φλαμανδικών πόλεων, με τις οποίες η Αγγλία είχε πολλές εμπορικές σχέσεις. Μια αγγλική ηγεμονία απειλούσε τα βόρεια του βασιλείου της Γαλλίας.
Το 1340, με την Αυλή του στη Γάνδη, ανακηρύχθηκε «βασιλιάς της Αγγλίας και της Γαλλίας», και προχώρησε στη δεύτερη εκστρατεία από ξηράς και θαλάσσης, που κατέληξε στην ήττα του γαλλικού ναυτικού κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Εκλύζ, με την οποία ο Εδουάρδος Γ΄απέκτησε τον έλεγχο των στενών της Μάγχης.[2]
Το 1346, ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Γ΄ ανέλαβε μια τρίτη εκστρατεία με στόχο να λεηλατήσει τις γαλλικές επαρχίες κοντά στη Μάγχη. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας διεξήχθη η μάχη του Κρεσί.
Η εκστρατεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα Ιουλίου 1346, ο αγγλικός στόλος αποβίβασε 15.000 άνδρες[3] στη χερσόνησο Κονταντέν και επιτέθηκε στη Νορμανδία. Έκπληκτοι και τρομοκρατημένοι οι Νορμανδοί παρέδωσαν τις πόλεις τους, των οποίων οι άμυνες δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν σε επίθεση. Αφού λεηλάτησαν τη χερσόνησο Κονταντέν, τα στρατεύματα Εδουάρδου Γ΄ πολιόρκησαν και κατέλαβαν την οχυρωμένη πόλη Καν, παρά τη σθεναρή της αντίσταση. Ο στόλος που έστειλαν πίσω στην Αγγλία ήταν γεμάτος λεία από την περιοχή.
Τα αγγλικά στρατεύματα κινήθηκαν στη συνέχεια βόρεια για να συνενωθούν με τους Φλαμανδούς συμμάχους τους. Αλλά έπρεπε πρώτα να ξεπεράσουν τα φυσικά εμπόδια που αποτελούσαν οι ποταμοί Σηκουάνας και Σομ. Βρίσκοντας τις γέφυρες καταστραμμένες, κατευθύνθηκαν νότια, ώσπου στο Πουασί,[4] λίγο πάνω από το Παρίσι, επισκεύασαν μια μισοκατεστραμμένη γέφυρα πάνω στον Σηκουάνα και τον διέσχισαν στις 15 Αυγούστου, αρχίζοντας πορεία προς βορρά. Σε όλο αυτό το διάστημα ο γαλλικός στρατός, μη γνωρίζοντας ποια κατεύθυνση σκόπευε να ακολουθήσει τελικά ο Εδουάρδος, παρακολουθούσε τις κινήσεις τους και επεδίωκε σύρραξη αλλά οι Άγγλοι συνέχιζαν την πορεία τους αποφεύγοντας τη μετωπική μάχη. Αλλά έπρεπε ακόμη να διασχίσουν τον Σομ, που το κατάφεραν σε μια χαμηλή διάβασή του κοντά στην Αμπεβίλ.
Ο Φίλιππος ΣΤ΄, εν τω μεταξύ, συγκέντρωνε όλο και περισσότερα στρατεύματα: 12.000 έφιπποι πολεμιστές, 20.000 πεζοί στρατιώτες, εκ των οποίων το ¼ μισθοφόροι Γενοβέζοι τοξότες οπλισμένοι με βαλλιστρίδες. Οι Γάλλοι παρέκαμψαν τα αγγλικά στρατεύματα και ήταν ήδη στην Αμιένη όταν οι Άγγλοι κατάφεραν να διασχίσουν τον Σομ,
Ο Εδουάρδος, έχοντας εξασφαλίσει τη γραμμή πιθανής υποχώρησης, αφού είχε πίσω του τη φιλική Φλάνδρα, ετοιμάστηκε για την αναπόφευκτη μάχη. Το βράδυ της 25ης, εγκαταστάθηκε σε ένα ύψωμα, στην άκρη ενός δάσους κοντά στο χωριό Κρεσί-αν-Ποντιέ, στον σημερινό νομό Σομ στην περιοχή Ω-ντε-Φρανς, και έστειλε τους βαρόνους του για αναγνώριση εδάφους. Το πρωί της 26ης, αποφάσισε ότι αυτό ήταν το σωστό μέρος για να περιμένει τα γαλλικά στρατεύματα.
Η μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το απόγευμα της 26ης Αυγούστου, ο στρατός του βασιλιά της Γαλλίας ξεπρόβαλε άτακτα από τον δρόμο της Αμπεβίλ. Ήταν τρεις το απόγευμα και μια καταιγίδα ξέσπασε αλλά οι στρατιώτες, ενθουσιασμένοι από την προσέγγιση και ανυπόμονοι να αρχίσουν τη μάχη, έσπευσαν στο ύψωμα όπου στρατοπέδευαν οι προσεκτικοί Άγγλοι.
Ο βασιλιάς Φίλιππος ΣΤ ' σκόπευε να αναβάλει τη μάχη για την επόμενη μέρα ώστε να ξεκουραστεί ο στρατός από τη μακρά πορεία και να κατοπτεύσει με άνεση τις αγγλικές θέσεις αλλά δεν κατάφερε να επιβληθεί. Οι πρώτες ομάδες υπάκουσαν στις διαταγές του και σταμάτησαν εγκαίρως. Αλλά από εκείνη κιόλας τη στιγμή η μάχη μετατράπηκε σε σύγχυση. Οι ομάδες που ακολουθούσαν, βλέποντας τους άλλους στρατιώτες να σταματούν, συνεπαρμένοι, άρχισαν να φωνάζουν και να επιταχύνουν τον ρυθμό για να φτάσουν πρώτοι στους Άγγλους. Κανείς δεν υπάκουε στις επανειλημμένες διαταγές του βασιλιά της Γαλλίας και οι σταματημένοι στρατιώτες παρασύρθηκαν από τους άλλους σε ένα είδος γενικής τρέλας. Ο ίδιος ο Φίλιππος ΣΤ΄, παρασυρμένος από τον μεταδοτικό παραλογισμό, ανέμισε το σπαθί του στον αέρα και φώναξε, «Βλέπω τον εχθρό μου, και με την ψυχή μου, θέλω να τον αντιμετωπίσω!».
Ο Εδουάρδος Γ΄είχε τοποθετήσει τους πεζούς οπλίτες του στο κέντρο με ιππικό τόσο στα δεξιά τους, με επί κεφαλής τον γιο του Εδουάρδο τον Μαύρο Πρίγκιπα, όσο και στα αριστερά τους υπό τους κόμητες του Άρουντελ και του Νορθάμπτον, πλαισιωμένους με τοξότες και από τις δύο πλευρές.[5]
Ο Φίλιππος έστειλε πρώτα τους Γενοβέζους τοξότες για να αρχίσουν τη μάχη, αλλά οι βαλιστρίδες τους είχαν βραχεί και ήταν αναποτελεσματικές, τα βέλη τους δεν έφταναν στις θέσεις του εχθρού. Βαδίζοντας πιο κοντά και πριν προλάβουν να επαναλάβουν τη βολή, χτυπήθηκαν από μια θύελλα αγγλικών βελών. Επί πλέον, από τον λόφο ακούγονταν οι εκκωφαντικές εκρήξεις των (πρωτοεμφανιζόμενων) κανονιών που έφεραν οι Άγγλοι μαζί τους και που εκτόξευαν πέτρινες μπάλες εναντίον τους. Όλα αυτά πανικόβαλαν τους Γενοβέζους, που μέσα στη βιασύνη της μάχης δεν είχαν καν προλάβει να πάρουν μαζί τους τις ασπίδες τους, και έτσι, υποχώρησαν. [6] Ερμηνεύοντας την υποχώρησή τους για προδοσία, ο δούκας του Αλανσόν διέταξε τους Γάλλους ιππότες να σκοτώσουν τους υποχωρούντες μισθοφόρους και αυτοί τους ποδοπάτησαν. Συνέχισαν την επίθεση στις αγγλικές γραμμές, αλλά τα αγγλικά τόξα τους αποδεκάτισαν καθώς οι Γάλλοι μπερδεύτηκαν στις παγίδες που είχαν τοποθετήσει οι Άγγλοι μπροστά από τις γραμμές τους την προηγούμενη μέρα.
Παρά τη σφαγή που έβλεπαν να εξελίσσεται μπροστά τους, οι Γάλλοι, αφού αποτραβιόνταν για λίγο, ανασυντάσσονταν και συνέχιζαν κατά κύματα να πραγματοποιούν ανώφελες και απερίσκεπτες επελάσεις κατά του αγγλικού κέντρου, η σθεναρή άμυνα του οποίου επέτρεψε στους Άγγλους τοξότες να βάλουν συνεχώς εναντίον τους. Μέχρι αργά το βράδυ, οι Γάλλοι έκαναν ανεπιτυχώς δεκαπέντε επιθέσεις, που όλες αποκρούστηκαν από τους Άγγλους και Ουαλούς τοξότες. Αυτοί, γύρω στις 6000, με τα αγγλικά τόξα τους - τα οποία κάλυπταν απόσταση μέχρι και 250 μέτρα, πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι το συνηθισμένο τόξο και διαπερνούσαν τις χοντρές πανοπλίες των ιπποτών - ενώ ένας καλός τοξότης μπορούσε να εκτοξεύσει και 12 βέλη το λεπτό - σφυροκοπούσαν ασταμάτητα και αποδεκάτιζαν τους Γάλλους και τα απροστάτευτα άλογά τους.
Προς το τέλος της ημέρας, ο αδελφός του βασιλιά Κάρολος Β΄ του Αλανσόν και οι σύμμαχοι βασιλιάς Ιωάννης της Βοημίας και Λουδοβίκος Α΄ του Νεβέρ, κόμης της Φλάνδρας καθώς και 1500 περίπου ιππότες και ευγενείς συγκαταλέγονταν μέσα στους νεκρούς. Ο τραυματισμένος βασιλιάς της Γαλλίας απομάκρυνε τα υπολείμματα του στρατού του και εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης, που μέσα σε τέσσερις ώρες που διήρκεσε η μάχη είχε μετατραπεί σε σφαγείο. Ο ίδιος, με μια μικρή συνοδεία ζήτησε άσυλο στο κάστρο Λαμπρουά λίγο πιο βόρεια. Η σκηνή παρέμεινε διάσημη: πληγωμένος στο πρόσωπο, απελπισμένος από αυτή την καταστροφή που δεν είχε υπολογίσει, φώναξε: «Ανοίξτε, είναι ο ατυχής βασιλιάς της Γαλλίας! »
Απώλειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι απώλειες των Γάλλων ήταν τρομακτικές. Την επόμενη μέρα οι Άγγλοι έκαναν καταμέτρηση νεκρών και κατέγραψαν 11 πρίγκιπες, 1300 ιππότες και 16.000 πεζικάριους.
Σύμφωνα με τον Φρουασάρ, ήταν 30.000, αριθμός υπερβολικός: η μάχη άρχισε περίπου στις 5 το απόγευμα και οι Άγγλοι δεν καταδίωξαν τους Γάλλους. Ένας πιο ρεαλιστικός υπολογισμός δίνει περίπου 4000 θανάτους: 1.542 ιππότες και 2.300 Γενοβέζους τοξότες, αλλά ο αριθμός των νεκρών πεζικάριων είναι άγνωστος.
Οι αγγλικές απώλειες ήταν, σύμφωνα με όλες τις πηγές, πολύ μικρές: 100 έως 300 νεκροί.
Αποτίμηση και συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε όλη την Ευρώπη, τα νέα εξαπλώθηκαν και έκαναν τεράστια εντύπωση: η πιο ένδοξη ιππική δύναμη της Ευρώπης κατατροπώθηκε από τοξότες και πεζικάριους. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι η τακτική ευελιξία, η αξιοποίηση του εδάφους και η χρήση του τόξου από πλευράς των Άγγλων υπερίσχυσε της χρήσης παλαιών πολεμικών τεχνικών, της απειθαρχίας και της έλλειψης συντονισμού των Γάλλων.
Ιστορικά, η μάχη του Κρεσί σήμανε την αρχή του τέλους της ιπποσύνης ως ανώτερης στρατιωτικής τάξης. Η ανωτερότητα ενός επαγγελματικού, τακτικού και καλά οργανωμένου στρατού έναντι ενός φεουδαρχικού όχλου, αναμφισβήτητα γενναίου αλλά μιας άλλης εποχής, αποτέλεσε το αγγλικό πλεονέκτημα και στις επόμενες αγγλικές νίκες του Εκατονταετούς Πολέμου.
Οι νικητές Άγγλοι συνέχισαν τον δρόμο τους προς το Καλαί, το οποίο πολιόρκησαν για ένα χρόνο. Ο βασιλιάς Φίλιππος ΣΤ', φανερώνοντας ότι δεν ήταν ούτε καλός πολιτικός ούτε καλός στρατιωτικός, δεν μπόρεσε να το διασώσει, και η πόλη παραδόθηκε στις 4 Αυγούστου 1347, με έξι αστούς να παραδίδουν επισήμως στον Εδουάρδο Γ΄ τα κλειδιά της πόλης τους, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τις οδούς ανεφοδιασμού των αγγλικών στρατευμάτων. Το Καλαί παρέμεινε υπό αγγλική κυριαρχία για πάνω από δύο αιώνες, έως το 1558.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Santosuosso 2004, pp. 130–36
- ↑ Henri de Wailly. Introduction by Emmanuel Bourassin, Crecy 1346: Anatomy of a Battle(Blandford Press, Poole, Dorset 1987) p. 10
- ↑ Prestwich. Plantagenet England. p. 315
- ↑ Rothero (2005), pp. 4–6
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα τομ. 36, σελ. 104
- ↑ Η χρήση των κανονιών δεν επιβεβαιώνεται. Ίσως τα χρησιμοποίησαν μόνο για ψυχολογικούς λόγους. Αναφέρονται μόνο από τον Giovanni Villani στο Nuova Cronica (XIII 67).