Θειοφαινόλη
Θειοφαινόλη | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | Θειοφαινόλη | ||
Άλλες ονομασίες | Υδροθειοβενζόλιο Βενζενοθειόλη Φαινυλική θειόλη | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Χημικός τύπος | C6H6S | ||
Μοριακή μάζα | 110,19 | ||
Σύντομος συντακτικός τύπος |
C6H5SH | ||
Συντομογραφίες | PhSH, ΦSH | ||
Αριθμός CAS | 108-98-5 | ||
SMILES | Sc1ccccc1 | ||
InChI | 1S/C6H6S/c7-6-4-2-1-3-5-6/h1-5,7H | ||
Αριθμός RTECS | DC0525000 | ||
PubChem CID | 7969 | ||
ChemSpider ID | 7681 | ||
Δομή | |||
Ισομέρεια | |||
Ισομερή θέσης | >100 | ||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Σημείο τήξης | -15 °C | ||
Σημείο βρασμού | 169 °C | ||
Πυκνότητα | 1.076,6 kg/m3 | ||
Εμφάνιση | ελαιώδες υγρό με δυσάρεστη οσμή | ||
Χημικές ιδιότητες | |||
pKa | 6 | ||
Επικινδυνότητα | |||
Φράσεις κινδύνου | R10 R24/25 R26 R41 | ||
Φράσεις ασφαλείας | S23 S26 S28 S36/37/39 S45 | ||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Η θειοφαινόλη ή υδροθειοβενζόλιο ή βενζενοθειόλη ή φαινυλική θειόλη είναι η απλούστερη αρωματική θειόλη με σύντομο συντακτικό τύπο PhSH ή ΦSH. Μερικές φορές γράφεται και με τη μορφή C6H5SH. Είναι ένα άχρωμο υγρό με δυσώδη οσμή. Η χημική δομή της είναι ανάλογη με αυτήν της φαινόλης, εκτός από την παρουσία θείου αντί οξυγόνου. Το αρχικό πρόθεμα «θειο-» στο όνομά της, δηλώνει ακριβώς αυτήν την αντικατάσταση θείου σε ένωση που κανονικά θα περιείχε οξυγόνο (εδώ φαινόλη).
Παραγωγή
Από φαινυλαλογονίδιο
1. Άμεσα, με επίδραση όξινου θειούχου καλίου (KHS) σε φαινυλαλογονίδιο (PhX) παράγεται θειοφαινόλη[1]:
2. Έμμεσα, με επίδραση στοιχειακού θείου σε φαινυλομαγνησιαλογονίδιο (PhMgX) ή σε φσινυλολίθιο (PhLi) παράγεται θειοφαινόλη:
ή
Από φαινόλη
1. Με επίδραση υδροθείου (H2S) σε φαινόλη (PhOH), παρουσία διοξειδίου του θορίου (ThO2), παράγεται θειοφαινόλη[2]:
2. Με επίδραση υδροξειδίου του καλίου και N,N-διμεθυλοθειοκαρβαμυλοχλωρίδιου [(CH3)2NCSCl] σε φαινόλη (PhOH), παράγεται αρχικά O-φαινυλοδιμεθυλοθειοκαρβαμίδιο [PhOCSN(CH3)2], που με θέρμανση στους 270°C δίνει S-φαινυλοδιμεθυλοκαρβαμίδιο [PhSCON(CH3)2], που τελικά με διαδοχική επίδραση υδροξειδίου του καλίου και υδροχλωρίου, παρουσία [[αιθανοδιόλη}αιθανοδιόλης]] (HOCH2CH2OH), παράγει θειοφαινόλη[3]
Από βενζοθειονυλοχλωρίδιο
Με αναγωγή βενζοθειονυλοχλωρίδιου από μεταλλικό ψευδάργυρο και θειικό οξύ παράγεται θειοφαινόλη[4]
Από ανιλίνη
Με επίδραση νιτρώδους νατρίου (NaNO2) και όξινου θειούχου καλίου (KHS) σε ανιλίνη (PhNH2) παράγεται θειοφαινόλη[5]:
Χημική συμπεριφορά και παράγωγα
Όξινη συμπεριφορά
Η θειοφαινόλη είναι πιο όξινη από τη φαινόλη, αφού έχει pKa 6, έναντι 10 της φαινόλης, κάτι που αναμένονταν, αφού και το υδρόθειο (H2S) είναι πιο όξινο από το νερό, όπως και οι θειόλες (RSH) είναι πιο όξινες από τις αλκοόλες (ROH). Για το λόγο αυτό, επίδραση μιας ισχυρής βάσης, όπως το υδροξείδιο του νατρίου, σε θειοφαινόλη έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή του αντίστοιχου θειοφαινολικού άλατος, όπως το θειοφαινολικό νάτριο (PhSNa):
S-αλκυλίωση
Η θειοφαινόλη είναι ένα ισχυρό πυρηνόφιλο αντιδραστήριο και με επίδραση αλκυλαλογονιδίων (RΧ), δίνει τους αντίστοιχους θειαιθέρες[6]:
Οξείδωση
Σε βασικό περιβάλλον οξειδώνεται από το οξυγόνο, παράγοντας διφαινυλοδισφουλφίδιο (PhSSPh):
- Το διφαινυλοδισφουλφίδιο μπορεί να αναχθεί σε θειοφαινόλη με χρήση νατριοβοριοϋδρίδιου (NaBH4):
Χλωρίωση
Με επίδραση χλωρίου σε θειοφαινόλη παράγεται το θειοφαινυλοχλωρίδιο (PhSCl), ένα ερυθρό (στο χρώμα του αίματος υγρό[7]:
Θειοφαινολικός χαλκός
Με επίδραση χλωριούχου χαλκού (CuCl) σε θειοφαινόλη παράγεται ο θειοφαινολικός χαλκός (PhSCu)[8]:
Ασφάλεια
Η θειοφαινόλη είναι ερεθιστική, αν έρθει σε επαφή με το δέρμα, και τοξική αν εισέλθει στον οργανισμό με οποιονδήποτε τρόπο. Είναι επιπλέον εύφλεκτη.
Πηγές
- Παπαγεωργίου Β.Π., “Εφαρμοσμένη Οργανική Χημεία: Κυκλικές Ενώσεις”, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1986.
- Γ. Βάρβογλη, Ν. Αλεξάνδρου, Οργανική Χημεία, Αθήνα 1972
- Α. Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
- SCHAUM'S OUTLINE SERIES, ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ, Μτφ. Α. Βάρβογλη, 1999
- Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982
Αναφορές και σημειώσεις
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.266, §11.2Α1.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.266, §11.2Α2.
- ↑ Melvin S. Newman and Frederick W. Hetzel (1990), «Thiophenols from Phenols: 2-Naphthalenethiol», Org. Synth., http://www.orgsyn.org/orgsyn/orgsyn/prepContent.asp?prep=cv6p0824; Coll. Vol. 6: 824, εφαρμογή για φαινόλη αντί β-ναφθόλης.
- ↑ Adams, R.; C. S. Marvel, C. S., «Thiophenol», Org. Synth., http://www.orgsyn.org/orgsyn/orgsyn/prepContent.asp?prep=cv1p0504; Coll. Vol. 1: 504
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ. 399, §18.6.1η.
- ↑ Campopiano, O. "Thiophenol" in Encyclopedia of Reagents for Organic Synthesis (Ed: L. Paquette) 2004, J. Wiley & Sons, New York. DOI: 10.1002/047084289.
- ↑ Barrett, A. G. M.; Dhanak, D.; Graboski, G. G.; Taylor, S. J. (1993), «(Phenylthio)nitromethane», Org. Synth., http://www.orgsyn.org/orgsyn/orgsyn/prepContent.asp?prep=cv8p0550; Coll. Vol. 8: 550
- ↑ Posner, G. H.; Whitten, C. E., «Secondary and Tertiary Alkyl Ketones from Carboxylic Acid Chlorides and Lithium Phenylthio(alkyl)cuprate Reagents: tert-Butyl Phenyl Ketone», Org. Synth., http://www.orgsyn.org/orgsyn/orgsyn/prepContent.asp?prep=cv6p0248; Coll. Vol. 6: 248
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Thiophenol της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |