Αριθμητικό

επεξεργασία

third (en)

  • τρίτος
    This is the third and final time I’m saying it.
    Είναι η τρίτη και τελευταία φορά που το λέω.
    on the third of the month - την τρίτη (μέρα) του μηνός
    I put it in third (gear).
    Έβαλα (την) τρίτη (ταχύτητα).
    I raise a number to the third (power).
    Υψώνω έναν αριθμό στην τρίτη (δύναμη), π.χ. 3^3=27.
    A two-thirds majority is required for the election of the president.
    Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
third thirds

third (en)

  1. το τρίτο, το ένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου
    I own a/one third of the plot.
    Μου ανήκει το (ένα) τρίτο του οικοπέδου.
  2. (μουσική) η τρίτη