Κατηγορία:Νέα ελληνικά
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
νέα ελληνικά
επίσης δείτε |
Ο Τομέας της νεοελληνικής γλώσσας καλύπτει την περίοδο από το 1700 έως σήμερα.
Περιλαμβάνει*
100.379 | λέξεις, όρους, προσφύματα και σύμβολα | |
1.428 | εκφράσεις, φράσεις και παροιμίες | |
780 | λέξεις διαλέκτων και ποικιλιών | |
20.612 | ανδρικά και γυναικεία ονόματα | |
115.012 | ανδρικά επώνυμα | όπως έχουν δηλωθεί σε επίσημους καταλόγους του Ελληνικού Δημοσίου (πηγές) |
126.664 | γυναικεία επώνυμα | |
5.005 | τοπωνύμια | |
355.476 | σελίδες συνολικά (περιλαμβανομένων 4.711 μεταγραφών ξένων λέξεων) |
Επιπλέον υπάρχουν και 327.431 κλιτικοί τύποι, λέξεις της καθαρεύουσας και το βιβλίο φράσεων
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 30 υποκατηγορίες, από 30 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Νέα ελληνικά"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 100.026 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)'
͵
Α
- -α
- ά-
- Α
- α
- α-
- Α.
- Α1
- Α2
- Αʹ
- α΄
- α.α.
- Α/Α
- αα
- ΑΑ
- ααα
- ΑΑΔΕ
- ΑΑΕ
- ΑΑΣ
- ΑΑΥΕ
- ΑΒΑΒ
- αβαγιανός
- αβάγιστος
- αβάδιστα
- αβάδιστος
- αβαείο
- αβάζι
- αβάζος
- αβάθεια
- αβαθές
- αβαθή
- αβαθής
- αβαθμίδωτος
- αβαθμολόγητα
- αβαθμολόγητος
- άβαθος
- αβαθούλωτος
- αβαθύρριζος
- άβακας
- αβάκιο
- αβακοειδής
- αβακωτός
- αβάλη
- αβάλητε
- αβαλσάμωτα
- αβαλσάμωτος
- άβαλτος
- αβανγκάρντ
- αβανγκαρντισμός
- αβανγκαρντιστής
- αβάνης
- αβανιά
- αβανιάζομαι
- αβανιάζοντας
- αβανιάζω
- αβανιάρης
- αβανιοκαμένος
- αβάν πρεμιέρ
- αβάνς
- αβάντα
- αβανταδόρικα
- αβανταδόρικος
- αβανταδόρισσα
- αβανταδόρος
- αβαντάζ
- αβαντάρομαι
- αβαντάρω
- αβάντζα
- αβαντζάρω
- αβάντζο
- αβάντι
- αβάντι μαέστρο
- αβάντσα
- αβαντσάρω
- αβάντσο
- αβάπτιστος
- αβάρα
- αβαράρω
- αβαρέλιαστος
- αβαρεσιά
- αβάρετος
- αβαρής
- αβαρία
- αβαριάτος
- αβαρικός
- άβαρος
- αβαροσλαβικός
- αβάρσαμο
- αβαρώς
- αβάς
- αβασάνιστα
- αβασάνιστος
- αβασίλευτος
- αβάσιμα
- αβάσιμο
- αβάσιμος
- αβασιμότητα
- αβασκαίνομαι
- αβασκαίνω
- αβάσκαμα
- αβασκανία
- αβασκαντήρα
- αβάσκαντο
- αβάσκαντος
- αβασταγή
- αβασταγό
- αβάσταγος
- αβάστακτος
- αβάσταχτα
- αβάσταχτος
- άβαταρ
- αβάτευτος
- άβατο
- άβατον
- άβατον Αγίου Όρους
- άβατος
- άβατο του Αγίου Όρους
- αβατσνιά
- άβαφος
- αβάφτιστος
- άβαφτος
- αββαείο
- αββάς
- αβγά κουρεύουμε
- άβγαλτος
- αβγαριά
- αβγά σου καθαρίζουν
- αβγαταίνω
- αβγατίζω
- αβγάτισμα
- αβγατισμένος
- αβγίλα
- αβγό
- αβγο-
- αβγοδάρτης
- αβγοειδής
- αβγοζύγης
- αβγοθήκη
- αβγοκάσα
- αβγοκόβομαι
- αβγοκόβω
- αβγοκομμένος
- αβγοκούλουρα
- αβγοκουλούρα
- αβγοκόψιμο
- αβγολέμονο
- αβγοπαραγωγή
- αβγοπόλεμος
- αβγοσαλάτα
- αβγόσουπα
- αβγόσχημος
- αβγοτάραχο
- αβγοτέμπερα
- αβγοτροφή
- αβγότσουφλο
- αβγουλάκι
- αβγουλάς
- αβγουλάτο
- αβγουλάτος
- αβγούλι
- αβγουλιέρα
- αβγουλίλα
- αβγουλομάτης
- αβγουλού
- αβγουλωτός
- αβγοφαγία
- αβγόφετα
- αβγοφέτα
- αβγοφυλλίδα
- αβγωμένος
- αβδέλλα
- αβδελλάς
- αβδελλιάζομαι
- αβδελλιάζω
- αβδελλώνω
- αβδέλυκτος
- αβδηρίτης
- αβδηριτικός
- αβδηριτικώς
- αβδηριτισμός
- αβδηρίτισσα
- αβέβαια
- αβέβαιο
- αβέβαιος
- αβεβαιότητα
- αβεβαιότητα δικαίου