Το Σουσάμι είναι:

Σουσάμι
Φυτό σουσαμιάς
Φυτό σουσαμιάς
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Χοιραδιώδη (Scrophulariales)
Οικογένεια: Πηδαλιοειδή (Pedaliaceae)
Γένος: Σήσαμον (Sesamum)
Στεγνοί σπόροι σησαμιού

Το γένος Σήσαμον ανήκει στην τάξη Χοιραδιώδη (Scrophulariales), στην οικογένεια Πηδαλιοειδή (Pedaliaceae). Περιλαμβάνει 37 είδη ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή της Ασίας,[3] και της Αφρικής. Σημαντικότερο όλων από οικονομική άποψη είναι το S. indicum. Η παραγωγή του σουσαμιού έφτασε τους 4,8 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2013.[4] Ο μεγαλύτερος παραγωγός (2013) είναι η Μιανμάρ[4] ενώ ο μεγαλύτερος εξαγωγέας είναι η Ινδία. Η Ιαπωνία είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας.

Ιστορία της χρήσης του

Επεξεργασία

Το σουσάμι θεωρείται ως ένα από τα αρχαιότερα ετήσια ελαιοδοτικά καλλιεργούμενα φυτά και η σημασία του στους αρχαίους πολιτισμούς υπήρξε σημαντική. Πριν από την εποχή του Μωυσή οι Αιγύπτιοι άλεθαν τα σπέρματα και χρησιμοποιούσαν το σουσάμι με τη μορφή αλευριού. Οι Κινέζοι ήδη πριν από 5000 χρόνια παρήγαγαν αιθάλη με καύση σησαμελαίου για την παρασκευή της καλύτερης σινικής μελάνης. Οι Ρωμαίοι άλεθαν τα σπέρματα του σουσαμιού με κύμινο για την παρασκευή μιας κρέμας που άλειφαν στο ψωμί. Κατά το παρελθόν πίστευαν επίσης ότι είχε μυστικές δυνάμεις και το σουσάμι διατηρεί ακόμη κάτι από τις μαγικές ιδιότητες που του αποδίδονταν, όπως φαίνεται και από την έκφραση «άνοιξε σουσάμι» που προέρχεται από το παραμύθι Ο Αλή μπαμπά και οι Σαράντα κλέφτες από τις Χίλιες και μία νύχτες.

Καλλιέργεια

Επεξεργασία
 
Συγκομιδή του σουσαμιού στην Ταϋλάνδη

Το σουσάμι ευδοκιμεί σε αμμοπηλώδη έως πηλώδη εδάφη. Ως φυτό των θερμών και ξηρών περιοχών απαιτεί θερμοκρασίες μεταξύ 21 και 26 βαθμών Κελσίου καθώς επίσης και βλαστική περίοδο 60-120 ημερών. Η ανάπτυξη του ευνοείται από μέτριες βροχοπτώσεις. Οι αποδόσεις βελτιώνονται αν γίνουν κατά τη θερινή περίοδο 2-3 ποτίσματα. Σε ξερική καλλιέργεια οι αποδόσεις κυμαίνονται από 40 έως 80 χιλιόγραμμα ανά στρέμμα , ανάλογα με τις συνθήκες καλλιέργειας , ενώ σε αρδευόμενα εδάφη είναι της τάξης των 250 χιλιογράμμων ανά στρέμμα. Για την καλλιέργεια του σουσαμιού απαιτείται καλή προετοιμασία της σποροκλίνης (του κατάλληλα προετοιμασμένου χώρου για τη σπορά) επειδή το σπέρμα του είναι πολύ μικρό. Η σπορά γίνεται τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Οι αρδευόμενες καλλιέργειες απαιτούν λίπανση. Η συγκομιδή πραγματοποιείται με το κόψιμο των φυτών. Ακολουθεί δεματοποίηση , ξήρανση και αλώνισμα. Η εποχή της συγκομιδής εξαρτάται από την ποικιλία. Στις ποικιλίες που οι κάψες ανοίγουν εύκολα η συγκομιδή πρέπει να γίνεται πρώιμα και με το χέρι για την αποφυγή ανάμειξης ποικιλιών.

Εχθροί και ασθένειες

Επεξεργασία

Κυριότερος εχθρός του σουσαμιού στην Ελλάδα είναι το έντομο Antigastra catalounelis, οι προνύμφες του οποίου καταστρέφουν τα φύλλα , τα άνθη και τους καρπούς.

Κυριότερες ποικιλίες στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Κυριότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι η Early Russian, αμερικανικής προέλευσης και πολύ πρώιμη, η Margo αμερικανικής προέλευσης και σχετικά όψιμη και η Δωδεκανήσου, διαλογή του Ινστιτούτου βάμβακος από αυτόχθονα πληθυσμό η οποία παρουσιάζει μεγάλη προσαρμοστικότητα και είναι μεσοπρώιμη.[2]

Το άρωμα και η γεύση του σπέρματος του σουσαμιού είναι ήπια και θυμίζουν τη γεύση καρυδιών.[2]

 
Κουλούρια Τουρκίας με σουσάμι

Τα σπέρματα του σουσαμιού χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου , ως αρωματικός παράγοντας και για την παρασκευή ελαίου, του σησαμελαίου. Το χρώμα του είναι λευκό ή ανοικτό μπεζ ενώ όταν αποφλοιωθεί ανάλογα με τον τύπο μπορεί να είναι εντελώς λευκό ή κοκκινωπό ή σπανιότερα μαύρο (μαυροσούσαμο). Ολόκληρο το σπέρμα χρησιμοποιείται πολύ στην κουζίνα της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Το ταχίνι παρασκευάζεται από συνθλιμμένους σπόρους σουσαμιού. Ο χαλβάς είναι ένα γλύκισμα που παρασκευάζεται από ταχίνι και έναν γλυκαντικό παράγοντα (ζάχαρη, φρουκτόζη, μέλι, μαλτόζη).

Το σουσάμι χρησιμοποιείται στην επιφάνεια του ψωμιού, αρτοσκευασμάτων, τσουρεκιών για εμπλουτισμό της γεύσης τους και για αρωματικούς λόγους. Στην Ελλάδα το σουσάμι είναι πολύ γνωστό ως βασικό συστατικό παραδοσιακών προϊόντων και γλυκών όπως το κουλούρι Θεσσαλονίκης, η λαγάνα και το παστέλι. Το σησαμέλαιο χρησιμοποιείται στην παραγωγή μαγειρικού λίπους και μαργαρίνης στην παραγωγή λιπαντικών, καλλυντικών και φαρμακευτικών προϊόντων. Τέλος θεωρείται εξαιρετικό λάδι για κάθε μαγειρική χρήση, με άριστα αποτελέσματα στις σαλάτες και στο τηγάνισμα πατάτας.

Θρεπτική αξία

Επεξεργασία
Παραγωγή σπόρων σουσαμιού – 2016
Χώρα Παραγωγή σε (τόνους)
  Τανζανία
940.221
  Μιανμάρ
812.952
  Ινδία
797.700
  Σουδάν
721.000
  Κίνα
647.893
  Νιγηρία
460.988
Σύνολο παγκοσμίως
6.111.548
Source: FAOSTAT of the United Nations[5]

Το κύριο συστατικό των σπερμάτων είναι το μη πτητικό έλαιο που περιέχουν σε ποσοστό 44% έως 60%. Το σησαμέλαιο έχει αξιοσημείωτη σταθερότητα και είναι ανθεκτικό στην οξείδωση και στο τάγγισμα ενώ η σύνθεση του είναι ιδανική (40% ελαϊκό οξύ, 45% λινολεϊκό οξύ). Ο πλακούντας που απομένει μετά την παραλαβή του λαδιού είναι πολύ θρεπτικός (42% πρωτεϊνη), τόσο χάρη στην ποιότητα των αμινοξέων που περιέχει (υψηλή περιεκτικότητα μεθιονίνης) όσο και χάρη στα ανόργανα στοιχεία του (ασβέστιο και φώσφορος). Τέλος το σουσάμι περιέχει βιταμίνες του συμπλέγματος Β, Βιταμίνη Ε, σίδηρο, σελήνιο, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα , μηδενική χοληστερόλη και φυσικά αντιοξειδωτικά όπως λιγνάνια.[6][7]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Miriam-Webster Benne
  2. 2,0 2,1 2,2 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 55, σελίδα 32. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 
  3. T. Ogasawara, k.Chiba, m.Tada in (Y. P. S. Bajaj ed ). Medicinal and Aromatic Plants, Volume 10. Springer, 1988. ISBN 3540627278.  Η παράμετρος |access-date= χρειάζεται |url= (βοήθεια)
  4. 4,0 4,1 «Food and Agricultural commodities production: Countries by commodity». FAOSTAT, Food and Agriculture Organization of the United Nations. 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2015. 
  5. «Sesame seed production in 2016, Crops/World Regions/Production Quantity from pick lists». UN Food and Agriculture Organization Corporate Statistical Database (FAOSTAT). 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2018. 
  6. Milder, Ivon E. J.; Arts, Ilja C. W.; Betty; Venema, Dini P.; Hollman, Peter C. H. (2005). «Lignan contents of Dutch plant foods: a database including lariciresinol, pinoresinol, secoisolariciresinol and matairesinol». British Journal of Nutrition 93 (3): 393–402. doi:10.1079/BJN20051371. PMID 15877880. https://archive.org/details/sim_british-journal-of-nutrition_2005-03_93_3/page/393. 
  7. «Identification of methanol-soluble compounds in sesame and evaluation of antioxidant potential of its lignans». J Agric Food Chem 59 (7): 3214–9. 2011. doi:10.1021/jf104311g. PMID 21391595. 
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 55, σελίδα 32.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία