Η Άννα Μόφο (αγγλικά:Anna Moffo, 27 Ιουνίου 19329 Μαρτίου 2006) ήταν ιταλικής καταγωγής Αμερικανίδα υψίφωνος, παρουσιάστρια και βραβευμένη δραματική ηθοποιός. Διέθετε πλούσια φωνή λυρικής κολορατούρα σοπράνο, κερδίζοντας το θαυμασμό τόσο για τα φωνητικά της χαρίσματα όσο και για τη μεγάλη της φυσική ομορφιά.

Άννα Μόφο
Η Μόφο σε τηλεοπτική εμφάνιση
Γέννηση27 Ιουνίου 1932
Γουέιν, Πενσυλβάνια, Η.Π.Α.
Θάνατος9 Μαρτίου 2006 (73 ετών)
Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.
Αιτία θανάτουεγκεφαλικό επεισόδιο[1]
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςKensico Cemetery[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΣπουδέςΙνστιτούτο Μουσικής Κέρτις, Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας[3] και Radnor High School[4]
Ιδιότηταμονωδός, ηθοποιός τηλεόρασης, εσπεραντιστής, ηθοποιός ταινιών και τηλεοπτικός παρουσιαστής[5]
ΣύζυγοςMario Lanfranchi (1957–1973)[6] και Robert W. Sarnoff[6]
Όργαναφωνή
Είδος τέχνηςΌπερα
ΒραβεύσειςΠρόγραμμα Φουλμπράιτ (1954)[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία

Επεξεργασία

Γεννημένη στο Γουέιν της Πενσυλβάνιας, από Ιταλούς γονείς, η Μόφο σπούδασε στο Ινστιτούτο Κέρτις της Φιλαδέλφειας με δασκάλα της Ευφημία Τζιαννίνι-Γκρέγκορι. Έχοντας κερδίσει μια υποτροφία Fulbright το 1954 αναχώρησε για σπουδές στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικηλίας στη Ρώμη, όπου μαθήτευσε υπό τους Μερσέντες Λλοπάρτ και Λουίτζι Ρίτσι.

Η Μόφο πραγματοποίησε το ντεμπούτο της στο Σπολέτο το 1955 στο ρόλο της Νορίνας στην όπερα «Δον Πασκουάλε». Την επόμενη χρονιά, άγνωστη ακόμη και με μικρή πείρα, συμμετείχε στην τηλεοπτική παραγωγή της RAI στον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο της Τσο-Τσο-Σαν στην όπερα «Μαντάμα Μπάτερφλαϊ», με αποτέλεσμα να γίνει πασίγνωστη σε όλη την Ιταλία. Οι προτάσεις πλέον ήταν άφθονες κι έτσι συμμετείχε σε δύο άλλες τηλεοπτικές παραγωγές: «Φάλσταφ» στο ρόλο της Νανέττας και «Υπνοβάτις» στο ρόλο της Αμίνας. Πάντα το 1956, πραγματοποίησε το ντεμπούτο της στο φεστιβάλ της Αιξ-αν-Προβάνς στο ρόλο της Ζερλίνα στην όπερα «Δον Τζιοβάννι», αλλά και στη δισκογραφία ηχογραφώντας για χάρη της EMI τη Νανέττα του «Φάλσταφ» υπό τη μπαγκέτα του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και τη Μουζέττα του έργου «Λα Μποέμ» στο πλευρό των Μαρία Κάλλας και Τζουζέπε Ντι Στέφανο. Το 1957 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και το Μιλάνο, αλλά και στην Αμερική, στη Λυρική Όπερα του Σικάγο, υποδυόμενη τη Μίμι στο «Λα Μποέμ» στο πλευρό του Γιούσσι Μπγιέρλινγκ (Jussi Björling).

Η πρώτη της εμφάνιση στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης έλαβε χώρα στις 14 Νοεμβρίου 1959 ως Βιολέττα στην όπερα «Λα Τραβιάτα», που έγινε πολύ σύντομα ο ρόλος φετίχ της. Στη Μητροπολιτική Όπερα εμφανίστηκε για δεκαεπτά σαιζόν παίζοντας Λουτσία, Γκίλντα, Αντίνα, Λιου, Μαργκερίτ, Ιουλιέττα, Μανόν, Περισόλ, τις τέσσερις ηρωίδες του έργου «Τα Παραμύθια του Χόφμαν», Παμίνα, Νέντα, Μίμι, Μελισσάνθη κ.ά. Έλαβε επίσης πρόσκληση από την Όπερα του Σαν Φρανσίσκο, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1960 ως Αμίνα στη «Λα Σοννάμπουλα». Παράλληλα πραγματοποίησε πολλές τηλεοπτικές εμφανίσεις στην Αμερική, ακολουθώντας ταυτόχρονα λαμπρή διεθνή καριέρα, εμφανιζόμενη στο Λονδίνο, το Βερολίνο, το Παρίσι και αλλού.

Η Μόφο υπήρξε πολύ δημοφιλής στην Ιταλία όπου διατηρούσε εβδομαδιαία εκπομπή στην τηλεόραση με τίτλο «The Anna Moffo Show» από το 1960 έως το 1973. Επίσης ψηφίστηκε ανάμεσα στις δέκα πιο όμορφες Ιταλίδες της εποχής. Της άσκησε επίσης έλξη ο κινηματογράφος, όπου συμμετείχε στις κινηματογραφικές παραγωγές «Λα Τραβιάτα» (1968) και «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» (1971).

Η πλούσια δραστηριότητά της οδήγησε τη φωνή της σε φυσική εξάντληση πολύ σύντομα. Το 1974 αντιμετώπισε σοβαρότατο πρόβλημα από το οποίο δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως. Αν και μπόρεσε να συνεχίσει την καριέρα της το 1976, εμφανιζόταν πλέον μόνο σποραδικά. Μετά την απόσυρσή της η Μόφο παρέμεινε ενεργό μέλος της όπερας ως μέλος του συμβουλίου της Μητροπολιτικής Όπερας και ως οικοδέσποινα αφιερωμάτων και masterclasses. Άφησε πίσω της πολλές ηχογραφήσεις για την πλειοψηφία των καλύτερων ρόλων της με την εταιρία RCA με την οποία διατηρούσε αποκλειστικό συμβόλαιο από την πρώιμη δεκαετία του 1960.

Προσωπική ζωή

Επεξεργασία

Η Μόφο νυμφεύτηκε δύο φορές, αρχικά με το σκηνοθέτη Μάριο Λανφράνκι στι 8 Δεκεμβρίου 1957. Το ζεύγος χώρισε το 1972. Δεύτερος σύζυγός της υπήρξε το στέλεχος της RCA Ρόμπερτ Σάρνοφφ, στις 14 Νοεμβρίου 1974. Ο γάμος αυτός κράτησε μέχρι το θάνατό του στις 22 Φεβρουαρίου 1997.

Τα τελευταία χρόνια είχε προβλήματα υγείας. Αντιμετώπιζε καρκίνο του στήθους για μια δεκαετία. Απεβίωσε από εγκεφαλικό σε ηλικία 73 ετών στις 10 Μαρτίου 2006 στην πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν διέθετε δικά της παιδιά, άφησε ωστόσο πίσω τρεις προγονούς.


Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «The New York Times» (Αγγλικά) The New York Times Company, A. G. Sulzberger. Μανχάταν. Ανακτήθηκε στις 27  Ιουνίου 2018.
  2. 2,0 2,1 (Αγγλικά) Find A Grave. Ανακτήθηκε στις 19  Ιουνίου 2024.
  3. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουλίου 2019.
  4. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2021.
  5. Ανακτήθηκε στις 17  Ιουνίου 2019.
  6. 6,0 6,1 «Kindred Britain»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία